Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης: Γιουνίπερος η οξύκεδρος (Juniperus οxycedrus), κοινώς άρκευθος, αγριοκυπάρισσο, κέδρος, φίδα

Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης: Γιουνίπερος η οξύκεδρος (Juniperus οxycedrus), κοινώς άρκευθος, αγριοκυπάρισσο, κέδρος, φίδα

Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης: Γιουνίπερος η οξύκεδρος (Juniperus οxycedrus), κοινώς άρκευθος, αγριοκυπάρισσο, κέδρος, φίδα

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 592 ΦΟΡΕΣ

Φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά της Ελλάδας

Γράφει o Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης
Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων

Το γένος Γιουνίπερος (Juniperus) είναι σχετικά μεγάλο και περιλαμβάνει φυτά, τα οποία είναι θάμνοι ή δένδρα, μόνοικα ή δίοικα, με φύλλα βελονοειδή ή λεπιοειδή.

Πρόκειται για φυτά, τα οποία απαντούν ως αυτοφυή στην Ελλάδα και είναι κοινώς γνωστά με τα ονόματα: άρκευθος, φίδα, αγριοκυπάρισσο, κέντρος, κέντρο, κέδρο, κέθρο κ.λπ. Θα πρέπει να τονισθεί, ότι το γένος Γιουνίπερος (Juniperus) δεν έχει άμεση σχέση με το επιστημονικώς ονομαζόμενον γένος Κέδρος και δεν πρέπει να συγχέονται τα δύο αυτά γένη.

Τα διάφορα γένη του Γιουνίπερου (Juniperus) χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, αναλόγως με τη μορφή, την οποίαν εμφανίζουν τα φύλλα στα ώριμα άτομα.

Α) Η μία κατηγορία περιλαμβάνει είδη με φύλλα βελονοειδή, οξύληκτα, τοποθετημένα σε σπονδύλους και ενωμένα στη βάση. Στην κατηγορία αυτήν ανήκουν τα είδη:

1) Γιουνίπερος η οξύκεδρος (Juniperus oxycedrus)
Πρόκειται για θάμνους ή μικρά δένδρα ορεινών περιοχών, κοινά και σε πολλά βουνά της Ελλάδος. Στα Δωδεκάνησα απαντούν ως αυτοφυή, ιδίως στις παραλίες, έχουν τη μορφή θάμνων ή μικρών δένδρων, τα φύλλα των είναι βελονοειδή, οξύληκτα, με ακανθώδη άκρα. Οι καρποί των είναι συνήθως σφαιρικοί, σαρκώδεις, ραγόμορφοι, αρωματικοί. Συλλέγονται, όταν ωριμάσουν, αποξηραίνονται σε σκιερά και καλώς αεριζόμενα μέρη και φυλάσσονται καταλλήλως. Χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα σε διάφορα εδέσματα. Πρόκειται για το καρύκευμα, το γνωστό με την γερμανική ονομασία “Wahοlder”, το οποίον χαίρει μεγάλης εκτιμήσεως και είναι σε ευρύτατη χρήση στη γερμανική κουζίνα.

2) Γιουνίπερος η κοινή (Juniperus communis)
Θάμνος ή μικρόν δένδρο όμοιο με το προηγούμενο.

3) Γιουνίπερος η μακρόκαρπος (Juniperus macrocarpus).
Αυτή ομοιάζει με το προηγούμενο είδος, διαφέρει όμως κυρίως στο ότι έχει μεγαλύτερους ραγοστρόβιλους καρπούς. Το είδος αυτό φύεται κυρίως σε περιοχές παραθαλάσσιες, συνήθως αμμώδεις παραλίες και σπανιότερα σε βραχώδεις ακτές. Απαντά και στη Νότιο Ελλάδα και κυρίως στα νησιά του Νοτίου Αιγαίου Πελάγους.
Στη νήσο Ρόδο αυτοφύεται σε αμμώδεις παραλίες (Κιοτάρι, Κατταβιά, Απολακκιά κ.λπ.)

Β) Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει είδη με φύλλα στα ώριμα άτομα, συνήθως λεπιοειδή, κεραμωτά ή σπανίως οξύληκτα, αλλά όχι ενωμένα στη βάση. Στην κατηγορία αυτήν υπάγονται τα είδη:

1) Γιουνίπερος η φοινικική (Juniperus phoenica)
Φύεται σε λόφους και βραχώδεις περιοχές, σε χαμηλά υψόμετρα της Νοτίου Ελλάδος (την ηπειρωτική Ελλάδα και τις νήσους). Είναι συνήθως θάμνος ή ενίοτε χαμηλό δένδρο.

2) Γιουνίπερος η δυσοσμωτάτη (Juniperus foeditissima)
Το είδος αυτό είναι δένδρο (ύψους 10,00-15,00 μ.), φύεται σε μεγάλα υψόμετρα της ηπειρωτικής Ελλάδος και ανήκει στην ίδια κατηγορία με το προηγούμενο.
Τα διάφορα είδη του Γιουνίπερου, γνωστά με το κοινόν όνομα «άρκευθος, η», ήσαν γνωστά από την αρχαιότητα, καθώς και οι φαρμακευτικές και αρωματικές αυτών ιδιότητες και εχρησιμοποιούντο ευρύτατα. Επίσης το ξύλο του Γιουνίπερου ή άρκευθου έχαιρε ιδιαιτέρας εκτιμήσεως και εχρησιμοποιείτο ποικιλοτρόπως.

Αρχαία Γραμματεία
Α) Παλαιά Διαθήκη
Στην Παλαιά Διαθήκη επανειλημμένως αναφέρεται η άρκευθος. Ενδεικτικά παρατίθενται τα επόμενα παραδείγματα:
1) Στην περιγραφή του Ναού του Σολομώντος (10ος αι. π.Χ.), σημειώνεται:
«Και ούτως εποίησε τω πυλώνι του ναού, φλιαί ξύλων αρκευθίνων, στοαί τετραπλώς». (Γ’ Βασιλειών, ΣΤ’, 33).
2) «Εγώ ως άρκευθος πυκάζουσα, εξ εμού ο καρπός σου εύρηται». (Ωσηέ, ΙΔ’, 9).

Β) Αρχαία Ελλάδα
Στην αρχαία Ελλάδα η άρκευθος εθεωρείτο ιερόν δένδρο και εσχετίζετο προς τον θεόν Απόλλωνα.
«Η άρκευθος δένδρον τι ακανθώδες Απόλλωνος ίδιον, ως ιστορείται εν τω τρίτω των εις Μουσαίον αναφερομένων» (Σχόλια εις Απολλώνιον Ρόδιον, Αργοναυτικά Δ’, 156).

α) Θεόφραστος
Ο μαθητής του Αριστοτέλους του Σταγειρίτου Θεόφραστος ο Ερέσιος αναφέρεται συχνά στην άρκευθο. Ενδεικτικά παρατίθενται τα επόμενα παραδείγματα:
1) «Ίδια δε τα τοιάδε των ορεινών, α εν τοις πεδίοις φύεται... ελάτη, πεύκη, πίτυς, αγρία, φίλυρα, ζυγία, φηγός, πύξος, ανδράχλη, μίλος, άρκευθος». (Θεόφραστος,
Περί φυτών ιστορίας 3, 3, 1).

2) «‘Εστι δε τα μεν αείφυλλα, τα δε φυλλοβόλα. Των μεν ημέρων αείφυλλα ελάα, φοίνιξ, δάφνη... των δ’ αγρίων ελάτη, πεύκη, άρκευθος».
(Θεόφραστος,
Περί φυτών ιστορίας 1, 9, 3).

3) «Αμφισβητείται δε και περί των ανθών ενίων, ώσπερ είπομεν... οι δε περί την Μακεδονίαν ουδέ ταύτα φασιν ανθείν άρκευθον, οξύην, αρίαν, σφένδαμνον».
(Θεόφραστος,
Περί φυτών ιστορίας 3, 3, 8).

4) «Ταύτα μεν ουν μετριωτέραν μεν έχει παραλλαγήν. Πάντων δε πλείστην η άρκευθος και η κήλαστρος και η πρίνος. Η μεν γαρ άρκευθος ενιαύσιον έχειν δοκεί. Περικαταλαμβάνει δε ο νέος (καρπός) τον περυσινόν. Ως δε τινές φασιν, ουδέ πεταίνει, δι’ ο και προαφαιρούσι και χρόνον τινα τηρούσιν. Εάν δε εά επί του δένδρου τις, αποξηραίνεται».
(Θεόφραστος,
Περί φυτών ιστορίας 3, 4, 5).

5) «Οικοδομή δε πολλώ πλείον, ελάτη τε και πεύκη και κέδρος, έτι κυπάριττος, δρυς και άρκευθος».
(Θεόφραστος,
Περί φυτών ιστορίας 5, 7, 4).

6) «‘Αρκευθος δε εις τεκτονίας και εις τα υπαίθρια και εις τα κατορυττόμενα κατά γης διά το ασαπές».
(Θεόφραστος,
Περί φυτών ιστορίας 5, 7, 6).

7) Ο Θεόφραστος ο Ερέσιος αναφέρεται επίσης στο κόμμι (ρητίνη), το οποίον παράγεται από την άρκευθον:
«Η δ’ υγρότης των μεν πάχος έχει μόνον, ώσπερ των επωδών. Των δε και δακρυώδης γίνεται, καθάπερ ελάτης, πεύκης, τερεβίνθου, πίτυος, αμυγδαλής, κεράσου, προύμνης, αρκεύθου, κέδρου, της ακάνθης της Αιγυπτίας, πτελέας και γαρ αύτη φέρει κόμμι πλην ουκ εκ του φλοιού, αλλ’ εν τω κωρύκω, έτι δε αφ’ ων ο λίβανος και η σμύρνα, δάκρυα γαρ ταύτα και το βάλσαμον και η χαλβάνη». (Θεόφραστος, Περί φυτών ιστορίας 9, 1, 2).

β) Διοσκουρίδης
Ο Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος ή Αναζαρβεύς (9-79 μ.Χ.), αναφερόμενος στην άρκευθον, γράφει τα εξής:
1) «Άρκευθος. Η μεν τις έστι μεγάλη, η δε μικρά. Αμφότεραι δε θερμαίνουσι και λεπτύνουσι. Εισί δε και ουρητικαί, θυμιώμεναι δε θηρία διώκουσι. Του μέντοι καρπού ο μεν τις κατά καρύου Ποντικού το μέγεθος ευρίσκεται, ο δε κυάμω ίσος, στρογγύλος δε και ευώδης, γλυκύς εν τω διαμασάσθαι και υπόκιρρος, αρκευθίς καλούμενος, θερμαντικός μετρίως και στυπτικός, ευστόμαχος, ποιών προς τα εν θώρακι και βήχας και εμπνευματώσεις και στρόφους και θηρία πινόμενος. ‘Εστι δε και ουρητικός, όθεν και σπάσμασι και ρήγμασι και υστερικών πνιγομένοις αρμόζει».
(Δισκουρίδης,
Περί ύλης ιατρικής 1, 75).

2) Ο αυτός συγγραφέας αναφέρεται επίσης στον «αρκεύθινον οίνον» και γράφει τα εξής:
«Ο δε κέδρινος ή αρκεύθινος ή κυπαρίσσινος ή δάφνινος ή πιτύινος ή ελάτινος (οίνος) σκευάζεται ομοίως. Χρη γαρ τα ξύλα νεότμητα σχίζοντας, ότε τον καρπόν εκδίδωσι, τιθέναι προς ήλιον ή εν βαλανείω ή προς πυρί, ώστε συνιδρώσαι και μίσγειν τω χοεί του οίνου μναν μίαν, καταστήσαντάς τε εάν δύο μήνας, είτα μεταγγίζειν και ηλιάσαντας αποτίθεσθαι. Πληρούν δε δει τα αγγεία επί των σκευαστών οίνων. Αποξύνει γαρ τα απόκενα.
‘Αθετοι μεν οι φαρμακώδεις οίνοι τοις υγιαίνουσι. Θερμαντικοί δε πάντες ούτοι, ουρητικοί, υποστύφοντες. Ο μέντοι δάφνινος θερμαντικώτερος.
Γίνεται δε και εκ του καρπού των μειζόνων κέδρων οίνος. Δει δε τω χοεί του γλεύκους ημιμναίον κεκομμένων των κεδρίνων μείξαι, ηλιάσαι εφ’ ημέρας μ’ (40), μετά δε ταύτα διυλίζειν και μεταγγίζειν. Γίνεται και ο εκ των αρκευθίδων και καρπού ομοίως τω κεδρίτη, τα αυτά ποιών».
(Διοσκουρίδης,
Περί ύλης ιατρικής 5, 36).

Στην Ελλάδα απαντά ακόμη ένα είδος Γιουνίπερου, το οποίον είναι περιωρισμένο στην οροσειρά του Πάρνωνος. Πρόκειται για την Γιουνίπερον την δρουπάκιον (Juniperus drupacea).
Γενικώς όλα τα είδη της Γιουνίπερου χαρακτηρίζονται διά την βραδεία αυτών ανάπτυξη, γι’ αυτό και το ξύλον των είναι πολύ σκληρό και ως εκ τούτου προτιμάται πολλών άλλων για διάφορες χρήσεις. (H. Baumann, Die griechische Pflanzenwelt, Muenchen 1999, σ. 33, πίν. 55).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Ηλ. Βολανάκης, Φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά της Δωδεκανήσου, περιοδικό «ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», τ. ΚΔ’ (Ρόδος 2010), σ. 712-749.
Εγκυκλοπαιδεία ΝΕΑ ΔΟΜΗ, τ. 4 (Αθήνα αν. χρ. εκδ.), σ. 189.
Ευ. Φραγκάκι, Η Δημώδης Ιατρική της Κρήτης (Αθήναι 1978).
Γ. Χριστόπουλος (Επιμέλεια), Εκδοτική Αθηνών (Αθήνα 1990).
Βotanica. Das Abc der Pflanzen. 10.000 Arten in Text und Bild (Koeln 1998), σ. 308.
R. Scheppelmann, Flora Graeca. Sibthorpiana, Volksausgabe, Edition Kentavros, (Hamburg 2017).

Διαβάστε ακόμη

Νότης Μαριάς: Το ηχηρό «χαστούκι» των Ευρωεκλογών

Μερκάντο... Το αβάσταχτο αντίτιμο της σωτηρίας...

Παναγιώτης Μπουλιέρης: Μαζί με όσους θέλουν και μπορούν

Γεώργιος Παπαγεωργίου: Η Λεωφόρος Ρόδου-Ιαλυσού-Κρεμαστής-Παραδεισίου... πραγματικός Γολγοθάς

Αργύρης Αργυριάδης: Ο σοφός λαός και η τρικυμία στα χείλη

Αντώνης Αποστολίδης: Μπορεί η κοινωνία μας να είναι νικήτρια στις επόμενες εθνικές εκλογές;

Φίλιππος Ζάχαρης: Η μεγαλύτερη μεταπολεμικά συμπόρευση και προβοκάτσια

Αθ. Βυρίνης: Η Αχρεί(α)στη Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής και τα αφύσικα Θέματα της Φυσικής