Το 25% του κόστους του ξενοδοχειακού προϊόντος είναι φόροι - Έρευνα του ΙΤΕΠ
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 915 ΦΟΡΕΣ
87% περισσότεροι φόροι στον Τουρισμό, σε σύγκριση με τους υπόλοιπους κλάδους
Το 25% του κόστους του ξενοδοχειακού προϊόντος είναι φόροι και ασφαλιστικές εισφορές σύμφωνα με μια πολύ σημαντική έρευνα του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ).
Σύμφωνα με την έρευνα “Η Φορολογική Επιβάρυνση του Ξενοδοχειακού Κλάδου” του καθηγητή Γιώργου Σώκλη, που παρουσιάζεται σήμερα:

- Οι καθαροί φόροι που επιβαρύνουν άμεσα και έμμεσα το κόστος παραγωγής του τελικού ξενοδοχειακού προϊόντος αποτελούν το 19,1% του συνολικού κόστους παραγωγής, έναντι 10,2% που είναι, κατά μέσο όρο, η αντίστοιχη επιβάρυνση για τους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
- Η συμμετοχή των καθαρών φόρων στο κόστος παραγωγής του τελικού ξενοδοχειακού προϊόντος είναι κατά 87,3% υψηλότερη σε σχέση με την αντίστοιχη στους άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, έχοντας μάλιστα αυξηθεί κατά 14 ποσοστιαίες μονάδες την τελευταία δεκαετία.
- Η αύξηση της συμμετοχής των φόρων στο κόστος παραγωγής του τελικού ξενοδοχειακού προϊόντος κατά την εξεταζόμενη περίοδο είναι σχεδόν διπλάσια από την αντίστοιχη αύξηση στους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας (+22,4% έναντι +13,3%).
- Οι συνολικές φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις έχουν αυξηθεί, συνιστώντας σχεδόν το 1/4 του κόστους παραγωγής του ξενοδοχειακού προϊόντος (23,5%), από περίπου το 1/5 που ήταν προ δεκαετίας (19,9%). Αντίθετα, στους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται στο 15,6%, αυξημένο κατά μόλις 1 ποσοστιαία μονάδα κατά την ίδια περίοδο.
- Το 44% των εισοδημάτων που δημιουργεί ο ξενοδοχειακός κλάδος κατανέμεται στους άλλους, πλην του ξενοδοχειακού, κλάδους της ελληνικής οικονομίας, έναντι του 28% που κατά μέσο όρο διανέμουν οι άλλοι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας.
- Από την άλλη πλευρά, σχεδόν τα 3/4 (72,6%) των συνολικών καθαρών φόρων επί του κόστους παραγωγής του ξενοδοχειακού προϊόντος επιβαρύνουν τους συντελεστές παραγωγής του ξενοδοχειακού κλάδου. Η ως άνω εκτιμηθείσα ανισοκατανομή της φορολογικής επιβάρυνσης του ξενοδοχειακού προϊόντος έχει οξυνθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, καθώς η αντίστοιχη επιβάρυνση βρισκόταν στο 61,7% πριν από μια δεκαετία.

Πρέπει να επισημανθεί ότι η φορολογική επιβάρυνση που αποκαλύπτει η μελέτη, ΔΕΝ αφορά τον φόρο εισοδήματος, που επιβάλλεται στα κέρδη των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων.
Σκοπός της προέδρου του ΙΤΕΠ κας. Κωνσταντίνας Σβύνου, μέσω της έρευνας ήταν η εκτίμηση της φορολογικής επιβάρυνσης του ξενοδοχειακού κλάδου. Για το σκοπό αυτό, “έσπασε” το κόστος παραγωγής του τελικού προϊόντος του ξενοδοχειακού κλάδου στις διάφορες κατηγορίες κόστους που απαιτούνται άμεσα και έμμεσα για την παραγωγή του ξενοδοχειακού προϊόντος. Οι εκτιμήσεις έγιναν χρησιμοποιώντας μεθόδους τις Ανάλυσης Εισροών-Εκροών και στοιχεία από τους Πίνακες Προσφοράς και Χρήσεων της ελληνικής οικονομίας.

Υπογραμμίζεται ότι η ανάλυση έγινε χρησιμοποιώντας στοιχεία για τον τελευταίο προ-covid-19 διαθέσιμο έτος (2019) καθώς και για το έτος 2010 ώστε να διερευνηθεί και η διαχρονική εξέλιξη της δομής του ξενοδοχειακού κόστους. Τέλος, γίνεται σύγκριση των ευρημάτων για το ξενοδοχειακό κλάδο με τα αντίστοιχα μεγέθη που ισχύουν, κατά μέσο όρο, στους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
Τα συμπεράσματα
Τα συμπεράσματα της μελέτης έχουν ως εξής:

-Οι συνολικοί καθαροί φόροι που εισπράττονται από τη λειτουργία του ξενοδοχειακού κλάδου είναι διαχρονικά σημαντικά υψηλότεροι από τους φόρους που εισπράττονται, κατά μέσο όρο, τους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, ενώ έχουν σημειώσει και σημαντική αύξηση τα τελευταία χρόνια.
-Περαιτέρω, οι φόροι που εισπράττονται από τη λειτουργία του ξενοδοχειακού κλάδου επιβαρύνουν σε δυσανάλογα μεγάλο βαθμό το ίδιο το ξενοδοχειακό προϊόν, δημιουργώντας, έτσι, μια κατάσταση υπερ-φορολόγησης του κλάδου.