Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης: Κόρνος ο άρρην (Cornus mascula), κοινώς κρανέα, κρανειά, κρανιά
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 386 ΦΟΡΕΣ
ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΦΥΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ-Το δένδρο της μακροζωίας
Γράφει ο Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης
Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων
Κόρνος (Cornus)
Γένος δικότυλων φυτών της οικογενείας των Κορνιδών (Cornaceae), το οποίο περιλαμβάνει θάμνους ή δένδρα φυλλοβόλα, δασικά και ορισμένα διακοσμητικά, με σαράντα περίπου είδη, ιθαγενή των ευκράτων χωρών του βορείου ημισφαιρίου της γης, εκτός από ένα, το οποίο είναι ιθαγενές της Περουβίας.
Αυτά έχουν φύλλα αντίθετα, σπανίως επαλλάσσοντα ή κατά σπονδύλους διατεταγμένα, εύπτωτα, ακέραια. Τα άνθη αυτών είναι μικρά και τετραμερή, συνήθως λευκά και σπανίως κίτρινα, κατά μασχαλιαία ή επάκρια σκιάδια ή κορύμβους διατεταγμένα, με οδόντες του κάλυκα βραχυτάτους και πέταλα λογχοειδή. Η ωοθήκη είναι υποφυής, δίχωρος, με στύλο απλό, νηματοειδή και στίγμα κατά κεφαλίδα. Ο καρπός είναι δρύπη, μικρών διαστάσεων, συνήθως σφαιρικός ή ελλειψοειδής, με πυρήνα δίχωρο.
Πρόκειται για δασικά και άλλως χρήσιμα φυτά, τα πλείστα των οποίων είναι διακοσμητικά, με το ωραίο των φύλλωμα, τα άφθονα άνθη και τους ζωηρόχρωμους ερυθρούς ή μέλανες καρπούς των και με τους ανοικτόχρωμους και στίλβοντες κλάδους των. Ο φλοιός πολλών ειδών ενέχει αντιπυρετικές, συγγενείς προς την κινίνη της Κιγχόνης, ουσίες, ένεκα των οποίων αυτός μασώμενος, καθώς και τα αρτίβλαστα κλαδιά των, κατεβάζουν τον πυρετό.
Ο φλοιός των φυτών αυτών αποξηραμένος και κονιορτοποιημένος αποτελεί πολύτιμο τονωτική, απολυμαντική και καθαρτική οδοντόσκονη, το αφέψημα δε αυτού με θειικό σίδηρο αποτελεί αρίστη μελάνη. Ο φλοιός των ριζών παρέχει σαρκόχροα, χρωστική ουσία.
Το ξύλο των σκληροξύλων ειδών χρησιμοποιείται διά την κατασκευή λαβών εργαλείων και άλλων ξυλίνων αντικειμένων, εκχύλισμα δε αυτού ή του φλοιού θεραπεύει τα πάσχοντα από ψώρα σκυλιά, ένεκα του οποίου και το αγγλικό όνομα Gotwood, ήτοι σκυλόξυλο. Ο καρπός ορισμένων ειδών των φυτών αυτών είναι εδώδιμος.
Πρόκειται για φυτά εύκολης καλλιέργειας, τα οποία μπορούν να καλλιεργηθούν σε οποιαδήποτε φύσεως έδαφος, σε ηλιόλουστες θέσεις και κάτω από την σκιά των δένδρων. Πολλαπλασιάζονται δε διά σποράς, οι δε σπόροι συνήθως φυτρώνουν κατά το δεύτερο από της σποράς έτος. Κυρίως όμως πολλαπλασιάζονται με μοσχεύματα, ιδίως τα μαλακόξυλα είδη, προερχόμενα από ώριμο ξύλο και διά παραφυάδων, ιδίως τα σκληρόξυλα. Οι εξευγενισμένες ή άλλες ποθητές ποικιλίες εμβολιάζονται επί φυτών, τα οποία προέκυψαν ύστερα από σπορά.
Στην Ελλάδα απαντούν ως αυτοφυή τα επόμενα δύο είδη, τα οποία διακρίνονται ως εξής:
α) Άνθη κίτρινα εκπτυσσόμενα προ των φύλλων, κατά απλά σκιάδια με περίβλημα εκ τεσσάρων φυλλαρίων.
β) Δρύπη ελλειψοειδής, ερυθρά κατά την ωρίμανση. Οφθαλμοί (μπουμπούκια) με δύο λέπια.
1) Κόρνος ο άρρην (Cornus mascula), κοινώς κρανέα, κρανειά, κρανιά.
Αγγλικά Cornelian cherru και Γερμανικά Kornelkirsche.
Πρόκειται για θάμνο ή δενδρύλλιο (ύψους περίπου έως 6,00 μ.), με κλαδιά πρασινωπά ή τεφρωπά και φύλλα ωοειδή, οξύληκτα, βραχύμισχα, ωχρά και με αραιό τρίχωμα στις μασχάλες των νευρώσεων κάτωθεν. Σκιάδια με 6-10 ακτίνες χνουδωτές. Πέταλα λογχοειδή, κατανεύοντα. Ο καρπός είναι δρύπη ελλειψοειδής, ελαιόμορφος, γλυκόξυνος, μήκους μέχρι ενός εκατοστού (0,01 μ.).
Το δένδρο αυτό φύεται σε ορεινά δάση ασβεστούχων εδαφών της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου και είναι γνωστό με το όνομα Κρανειά, η, ήτοι με το αυτό όνομα, με το οποίο αναφέρεται ήδη από την εποχή του Ομήρου (8ος αι. π.Χ.), ήτοι με το όνομα Κράνεια, η (Ιλιάς Π, 767) και ο καρπός της Κρανείας εδίδετο ως τροφή στους χοίρους (Οδύσσεια κ, 242). Κράνειον, το, καλεί το είδος τούτο και Θεόφραστος (Περί φυτών ιστορίας 3, 3, 1 και 4, 4, 5).
Πρόκειται για είδος κοσμητικό, το οποίο καλλιεργείται για το στίλβον φύλλωμά του, τα άφθονα κίτρινα άνθη του και τους ερυθρούς κατά το φθινόπωρο καρπούς του, οι οποίοι, όταν είναι εντελώς ώριμοι, είναι εδώδιμοι, χρησιμοποιούνται δε στην παρασκευή σακχαρόπηκτων (μαρμελάδες, ζελέδες κ.λπ.).
2) Κόρνος ο αιματόχρους (Cornus sanguinea)
Γαλλικά: Cornuiller sanguine.
Πρόκειται για θάμνο (ύψους μέχρι 4,00 μ.), με κλαδιά κοκκινωπά και φύλλα ωοειδή-ελλειψοειδή, βραχέως οξύληκτα, βραχύμισχα, ακέραια, ωχρότερα και αλευρώδη κάτωθεν. Οι κόρυμβοι είναι επάκριοι και στηρίζονται επί μακρού ποδίσκου. Τα πέταλα είναι λογχοειδή-προμήκη, χνουδωτά έξωθεν, απλωτά. Ο καρπός αυτού είναι δρύπη σφαιρική, μελανή, πικρή, η οποία φέρει στην κορυφή το έλασμα του κάλυκα, εν είδει ομφαλίου περιχειλώματος (διαμέτρου 5 χιλιοστών).
Φύεται σε ορεινά δάση της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Πελοποννήσου, της Εύβοιας και της Κέρκυρας και είναι γνωστό με τα ονόματα: αγριοκρανειά, μαυροβεργιά, μαυροβέργι. Υπό του Θεοφράστου του Ερεσίου αναφέρεται με την ονομασία θηλυκράνεια (Περί φυτών ιστορίας 3, 12, 1-2).
Το σκληρό ξύλο του Κόρνου του αιματόχρου, το οποίο κατεργάζεται εύκολα, είναι κατάλληλο για χειρολαβές διαφόρων εργαλείων. Τα σπέρματά του παρέχουν δι΄ εκθλίψεως έλαιο, κατάλληλο για τον φωτισμό και για την σαπωνοποιία. Καλλιεργείται ως διακοσμητικό φυτό υπό διάφορες ποικιλίες, ήτοι:
α) Ποικιλόχρους, με φύλλα στικτά, με λευκά και κίτρινα στίγματα και
β) Πρασινωπός, με κλαδιά και καρπούς πράσινους.
Άλλα είδη, τα οποία απαντούν εκτός Ελλάδας και τα οποία καλλιεργούνται ως διακοσμητικά και για τους εδώδιμους καρπούς των είναι τα επόμενα:
3) Κόρνος ο ιαπωνικός (Cornus japonica)
4) Κόρνος ο θαλερός (Cornus florida)
5) Κόρνος ο καναδικός (Cornus canadensis)
6) Κόρνος ο επαλλασσόφυλος (Cornus alternifolia)
7) Κόρνος ο Βαϊλέϋος (Cornus baileyi)
8) Κόρνος ο κεφαλωτός (Cornus capitata).
Αρχαία Γραμματεία
1) Όμηρος
α) «Σ’ ενός βουνού το ποροφάραγγο, το θρασεμένο δάσος
-βελανιδιές, μελιές, λιγνόφλουδες κρανιές- θ΄ αναταράξει…».
(Όμηρος Ιλιάς, Π 766-767. Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη – Ιω. Κακριδή, 1976).
β) «Κι εκεί που μαντρισμένοι εμύρουνταν, η Κίρκη, για να φάνε,
έριξε κράνα, πρινοβέλανα μπροστά τους και βαλάνια…».
(Όμηρος, Οδύσσεια κ 241-242. Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη - Ιω. Κακριδή, 1976).
2) Θεόφραστος
α) «Ίδια δε τα τοιάδε των ορεινών, α εν τοις πεδίοις ου φύεται… Τα δε και εν τοις πεδίοις …κρανεία, θηλυκρανεία…».
(Θεόφραστος, Περί φυτών ιστορίας 3, 3, 1).
β) «Έστι δε και έτερον (δένδρον), ου ο καρπός όμοιος τοις κρανέοις…».
(Θεόφραστος, Περί φυτών ιστορίας 4, 4, 5).
3) Διοσκουρίδης
«Κρανία. Δένδρο εστίν αδρόν, καρπόν φέρον ως ελαίας, επιμήκη, χλωρόν το πρώτον, πεπαινόμενον δε ξανθόν ή κηροειδή, εδώδιμον, στύφοντα, αρμόζοντα προς κοιλίας ρύσιν και δυσεντερίαν, συντιθέμενον και εις έψημα και εις βρώσιν. Και αλμεύεται δε ως ελαία. Ο δ΄ εκ των χλωρών ξύλων ιχώρ καιομένων προς λειχήνας καταχριόμενος ποιεί».
Δοσκουρίδης, Περί ύλης ιατρικής Ι, 119).
4) Παυσανίας
Ο Παυσανίας αναφέρει, ότι από ξύλα κρανιάς ήταν κατασκευασμένος ο Δούρειος ίππος, τον οποίον εχρησιμοποίησαν οι Αχαιοί και κατόρθωσαν, ύστερα από τον δεκαετή Τρωϊκό Πόλεμο (1194-1184 . Χ.), να καταλάβουν την Τροία.
Επίσης παραδίδεται ότι οι αρχαίοι Έλληνες κατεσκεύαζαν από ξύλα κρανιάς τόξα, ακόντια και λόγχες. Επίσης αναφέρεται, ότι η σάρισσα των Μακεδόνων στρατιωτών (μήκους 5,00-6,00 μ.) ήταν κατασκευασμένη επίσης από ξύλο κρανιάς.
Φαρμακευτικές ιδιότητες και χρήσεις
Η κρανιά από αρχαιοτάτων χρόνων ήταν γνωστή για τις πολύτιμες φαρμακευτικές και θεραπευτικές ιδιότητες των καρπών της, των κράνων, των οποίων η κατανάλωση παρείχε αναζωογόνηση και μακροζωία στους ανθρώπους. Η κρανιά μπορεί να θεωρηθεί το φυτό θαύμα, διότι οι καρποί αυτής έχουν μοναδική θρεπτική και φαρμακευτική αξία και παρουσιάζουν τεράστιο ενδιαφέρον για τη λειτουργία των «λειτουργικών τροφίμων».
Τα «λειτουργικά τρόφιμα», γνωστά ως υπερτροφές (Superfoods), είναι τρόφιμα ενισχυμένα με αντιοξειδωτικές και θεραπευτικές ουσίες και αποδίδουν ευεργετικά αποτελέσματα στον ανθρώπινο οργανισμό, συντελούν δε στην πρόληψη και θεραπεία διαφόρων ασθενειών.
Τα κράνα περιέχουν χρήσιμες φαρμακευτικές ουσίες, όπως: φλαβονοειδή, ανθοκυανίνες, αντιοξειδωτικές ουσίες και φαινολικά παράγωγα. Επίσης περιέχουν βιταμίνη C και έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε σίδηρο (Fe), υψηλή περιεκτικότητα επίσης σε σκορβικό οξύ, καροτίνη και ταννίνες, ουσίες με στυπτικές ιδιότητες και πηκτίνες, οι οποίες ρυθμίζουν και βοηθούν το πεπτικό σύστημα.
Είναι ήδη γνωστό, ότι οι καρποί της κρανιάς, τα κράνα, έχουν βακτηριογόνες ιδιότητες, ενώ ως προς το περιεχόμενο της βιταμίνης C, πλησιάζουν τους καρπούς της Rosa cartina (ρόδι). Η βρώση των καρπών της κρανιάς βοηθά στην πρόληψη καρδιακών παθήσεων, θεραπεύει στομαχικές και εντερικές διαταραχές, κοιλιακούς πόνους και γενικά οι καρποί της κρανιάς αναζωογονούν τον ανθρώπινο οργανισμό, ιδιαίτερα ύστερα από έντονη σωματική άσκηση και της συνεπεία αυτής κοπώσεως.
Οι καρποί της κρανιάς, τα κράνα, αφού ωριμάσουν, καταναλώνονται ποικιλοτρόπως. Επίσης από αυτούς παρασκευάζονται γλυκά, μαρμελάδες, χυμοί, ποτά, γρανίτες κλπ. Ακόμη τα κράνα μπορούν να αποξηραίνονται και να καταναλώνονται στη συνέχεια, είτε μόνα των, είτε αναμεμειγμένα με άλλα τρόφιμα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Δ. Σ. Καββάδας, Εικονογραφημένον Βοτανικόν-Φυτολογικόν Λεξικόν, Εκδόσεις ΠΗΓΑΣΟΣ, τ. 5 (Αθήνα αν. χρ. εκδ.), σ. 2067-2069.
Μυρσ. Λαμπράκη, Τα Χόρτα (Αθήνα 2000).
Δ. Ν. Παπαγιαννόπουλος, ΜΕΕ, τ. ΙΕ ΄(Αθήναι, αν. χρ. εκδ.), σ. 116,.
Ν. Εμμ. Παπαδογιαννάκης, Κρητικό Ιατροσόφιον του 19ου αιώνα (Ρέθυμνο 2001).
Ευ. Κ. Φραγκάκι, Η Δημώδης Ιατρική της Κρήτης (Αθήναι 1978).
Γ. Χριστόπουλος (Επιμέλεια), Φυτολογία, Εκδοτική Αθηνών (Αθήνα 1990).
Η. Baumannn, Die Griechische Pflanzenwelt (Muenchen 1999).
Koenemann, Botanica. Das Abc der Pflanzen. 10.000 Arten in Text und Bild (Koeln 1997).
R. Scheppelmann, Flora Graeca. Sibthorpiana, Volksausgabe, Edition Kentavros, (Hamburg 2017).
Fr. W. Sieber, Ταξίδι στη νήσο Κρήτη του Ελληνικού Αρχιπελάγους κατά το έτος 1817, Λειψία 1823. Μετάφραση από τα Γερμανικά στα Ελληνικά υπό Δρ. Ιω. Ηλ. Βολανάκη, Αρχαιολόγου, (Αθήναι 2022).
J. Pitton de Tournefort, Ταξίδι στην Κρήτη και τις νήσους του Αρχιπελάγους 1700-1702, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (Ηράκλειο 2003).

Ακολουθήστε τη Ροδιακή στο Google News