Mανώλης Κολεζάκης: Η Ορθόδοξη Εκκλησία Δωδεκανήσου από την ίδρυσή της μέχρι την ημέρα κατάληψης των νησιών από την Ιταλία

Mανώλης Κολεζάκης: Η Ορθόδοξη Εκκλησία Δωδεκανήσου από την ίδρυσή της μέχρι την ημέρα κατάληψης των νησιών από την Ιταλία

Mανώλης Κολεζάκης: Η Ορθόδοξη Εκκλησία Δωδεκανήσου από την ίδρυσή της μέχρι την ημέρα κατάληψης των νησιών από την Ιταλία

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 701 ΦΟΡΕΣ

Γράφει ο Μανώλης Κολεζάκης
emmanuelnkolezakis@gmail.com

1. Βυζαντινή περίοδος
Κατά την υπό εξέταση εποχή, η Δωδεκάνησος είναι ενωμένη με την Κωνσταντινούπολη εκκλησιαστικά και πολιτικά. Εκκλησιαστικά έχουμε την εφαρμογή του μητροπολιτικού συστήματος. Σχεδόν κάθε νησί ήταν και μια Επισκοπή, γι’ αυτό ομιλούμε για οργανωμένη εκκλησία στη Δωδεκάνησο, αφού θέτουμε ως όρο ύπαρξης μιας εκκλησίας την ύπαρξη επισκόπου. Κατά το 400 μ.Χ., η Ρόδος υψώθηκε σε μητρόπολη, οπότε ο Μητροπολίτης Ρόδου προΐσταται όλων των επισκοπών των νησιών.

Σύμφωνα με την έκθεση του Επιφανίου στη Μητρόπολη Ρόδου ανήκαν εκκλησιαστικά οι επισκοπές, Σάμου, Χίου, Κω, Νάξου, Θήρας, Πάρου, Λέρου, Άνδρου, Τήνου, Μήλου και Πισύνης. Στην έκθεση αυτή, ο Μητροπολίτης Ρόδου κατέχει την 30ή θέση μεταξύ 33 Μητροπολιτών. Η επισκοπή Καρπάθου εξαρτιόταν απευθείας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Η ίδρυσή της ανάγεται στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Πάντως, συγκεκριμένη αναφορά ύπαρξής της έχουμε στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα, όπου αναφέρεται ως Επίσκοπος Καρπάθου ονόματι Βάσσος, που παρέστη στη Σαρδική Σύνοδο του 342 μ.Χ.

Σαφή ιστορική μαρτυρία για την ύπαρξη της Μητρόπολης Κώου έχουμε από το 325, που έγινε η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος, στα πρακτικά της οποίας υπογράφει ο Επίσκοπος Κω Μελίφρων. Τέλος, η ίδρυση της Επισκοπής Λέρου ανάγεται πριν την Ε’ Οικουμενική Σύνοδο, τα πρακτικά της οποίας υπογράφει ο Επίσκοπος Λέρου Ιωάννης. Η Πάτμος ως Εξαρχία του Οικουμενικού θρόνου Κωνσταντινουπόλεως παραμένει μέχρι και σήμερα. Κατά τον 8ο αιώνα προστέθηκαν στη Μητρόπολη Ρόδου και οι επισκοπές Αστυπαλαίας, Ικαρίας, Τραχείας και Νισύρου, αποσπάσθηκε όμως η Άνδρος.

Έτσι λοιπόν, από την εποχή που το Ανατολικό Ιλλυρικό υπήχθη πολιτικά και διοικητικά στο Βυζάντιο (395 μ.Χ.) η Εκκλησία Δωδεκανήσου ήταν υπό τη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινοπόλεως. Είναι επίσης αξιοπρόσεκτο ότι επί Θεοδοσίου Β' (14.7.421 μ.Χ.) δια νόμου υπήχθησαν οι χώρες του Ανατολικού Ιλλυρικού στη δικαιοδοσία του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.

Όμως, αν και η διάταξη αυτή κατοχυρώθηκε στον Θεοδοσιανό Κώδικα (I, 2, 6) δεν εφαρμόσθηκε. Οριστική υπαγωγή όμως του Ανατολικού Ιλλυρικού στο Οικουμενικό Πατριαρχείο έγινε επί Δέοντος Π του Ισαύρου το 732 έως 733 μ.Χ.. Αξιοσημείωτο γεγονός που ενισχύει την πεποίθηση της Εκκλησίας Δωδεκανήσου ότι ανήκει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως είναι κατά την γνώμη μας και το ότι στη Σύνοδο που έγινε επί Πατριάρχου Φωτίου το 879 έλαβαν μέρος και υποστήριξαν τις θέσεις του Πατριάρχη, ο Ρόδου Λεόντιος, ο Καρπάθου Φίλιππος και ο Κω Κωνσταντίνος.

Κατά τον 4ο αιώνα, το κράτος διαιρείται σε τέσσερις μεγάλες Υπαρχίες (Prefecture), που υποδιαιρούνται σε διοικήσεις και οι διοικήσεις σε επαρχίες. Τότε η Ρόδος ορίζεται πρωτεύουσα της επαρχίας των νήσων (Provinciam Insularum) και ανακηρύσσεται Μητρόπολη των νησιών όλου του Αιγαίου «Metropolis totius Aegaei maris Insularum», γι’ αυτό και ο μέχρι σήμερα τίτλος των Μητροπολιτών της Εκκλησίας Δωδεκανήσου «Υπέρτιμος και Έξαρχος πασών των Κυκλάδων νήσων».

Η κατάσταση αυτή διατηρείται μέχρι και τον 6ο αιώνα,όταν στις αρχές του 7ου αιώνα δημιουργούνται τα θέματα, δηλαδή μεγάλες διοικητικές περιφέρεις του Βυζαντινού κράτους, οπότε καταργήθηκαν οι Επαρχίες, με συνέπεια ο τίτλος αυτός να περιοριστεί μόνο στον εκκλησιαστικό χώρο και φυσικά διατηρείται μέχρι σήμερα.

Άξιο σημείωσης είναι το γεγονός ότι η εκκλησιαστική οριοθέτηση δεν επηρεάζεται με τη νέα χωροταξική κατάσταση που δημιουργήθηκε με τα θέματα (βλέπε σχετικό χάρτη). Πάντως, άσχετα με τις πολιτικοεκκλησιαστικές μεταβολές κατά τη βυζαντινή εποχή, η Ορθόδοξη Εκκλησία στη Δωδεκάνησο βρίσκεται σε περίοπτη θέση.

Καθόλον αυτό το χρονικό διάστημα και μάλιστα με την εγκατάσταση του Λατίνου Ενετού Θωμά Μοροζίνη ως Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο λαός της Δωδεκανήσου, κυρίως ελληνικός ορθόδοξος, συσπειρώνεται γύρω από την εκκλησία, στην οποία αφιερώνει κτήματα και περιουσιακά στοιχεία, για να μην περιέλθουν στα χέρια των Δυνατών Αρχόντων, όπως δυστυχώς είχε διαμορφωθεί η νέα τάξη πραγμάτων.

Αυτό γίνεται αντιληπτό και σαφέστερο, αλλά και επιβεβαιώνεται από το γεγονός της σύμπραξης που ακολούθησε μεταξύ του Πάπα Ρώμης και των ομοδόξων των ιπποτών της Ρόδου, (1309) δια μέσου της οποίας ελπίζει ο Πάπας ότι θα επικρατήσει εκκλησιαστικά στην περιοχή αυτή.

Γι’ αυτό ένα από τα σκληρότερα μέτρα για την επίτευξη του σκοπού αυτού υπήρξε και η εκ μέρους των κατακτητών απαγόρευση επικοινωνίας των ορθοδόξων επισκόπων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αποκρούοντας κάθε διοικητική επέμβαση του Οικουμενικού Πατριάρχη στην περιοχή της Δωδεκανήσου. Από εδώ και έπειτα η εκκλησία Δωδεκανήσου εισέρχεται σε μια δραματική και περιπετειώδη ιστορική περίοδο (14ος - 15ος αιώνας), όπως θα διαπιστώσουμε στην ενότητα που ακολουθεί.

2. Φραγκοκρατία - (1204 - 1453 μ.Χ.)
Ιπποτοκρατία (1309 - 1522 μ.Χ.)
Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, ήδη από το 1261, για να εξασθενήσει την επιρροή των Ενετών στη Ρόδο, παραχωρεί εμπορικά δικαιώματα στους Γενουάτες. Έτσι επικρατεί το φαινόμενο της συχνής εναλλαγής διοικητών της Ρόδου άλλοτε από Βυζαντινούς και άλλοτε από Γενουάτες. Στις 15 Αυγούστου 1309 γίνονται κύριοι ολόκληρης της Ρόδου και καταλαμβάνουν όλα τα κάστρα του νησιού.

Μαζί με τη Ρόδο, γίνονται κύριοι και των άλλων νησιών της Δωδεκανήσου. Από τους Ιππότες δια του Πάπα γίνεται πρόταση στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο, με την οποία ζητούσαν να κατέχουν τη Ρόδο ως τιμάριο, (τιμάριο=φέουδο, τσιφλίκι), του κράτους. Τούτο όμως δε σημαίνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία Δωδεκανήσου μένει ανεπηρέαστη και ελεύθερη στην εξάσκηση των καθηκόντων της.

Αυτό γίνεται φανερό και από το γεγονός ότι οι Ιππότες με την εφαρμογή διαφόρων διοικητικών μέτρων περιορίζουν τις αρμοδιότητες των ορθοδόξων Ελλήνων Επισκόπων μέχρι του σημείου να απομακρύνουν και να απαγορεύουν την εγκατάστασή τους στη Δωδεκάνησο (αρχές 14ου αιώνα), να επιτρέπουν δε την εγκατάσταση Λατίνων αρχιερέων και επισκόπων.

Γι’ αυτό ακριβώς, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, θέλοντας να δείξει ότι εξακολουθεί να θεωρεί την εκκλησιαστική αυτή περιφέρεια τμήμα δικό του και ότι διατηρεί τη διοικητική αρμοδιότητά του στα νησιά αυτά, εξακολουθεί να χειροτονεί επισκόπους της περιοχής αυτής, οι οποίοι παραμένουν στην Κωνσταντινούπολη ως Υπέρτιμοι και Έξαρχοι Κυκλάδων νήσων, αφού απαγορευόταν, όπως προείπαμε, από τους Ιππότες η έλευσή τους στη Δωδεκάνησο.

Ουσιαστικά λοιπόν κατά την περίοδο αυτή έχουμε ποίμνιο χωρίς ποιμένες. Η ανακεφαλία δε αυτή είχε ως αποτέλεσμα να επεμβαίνουν άλλες εκκλησίες σε παρ’ ενορία πράξεις. Τούτο είναι κατάδηλο από τη διοριστήρια επιστολή του Μητροπολίτη Ρόδου κατά το 1455, όπου τονίζεται ότι «της Μητροπόλεως Ρόδου αμοιρούσης αρχερέως, ερημία του κολύοντος, παρεισήρχητο το μέρος της Κρήτης...».

Συγκεκριμένα ο Μ. Μάγιστρος διορίζει τους ηγουμένους στα μοναστήρια, του εφημέριους στις εκκλησίες των χωριών και των πόλεων, επικυρώνει την προσφορά αφιερωμά των και παραχωρεί την εκμετάλλευση Εκκλησιαστικών κτημάτων. Εκείνο όμως που χαρακτηρίζει την ωμή βία κατά των Ορθοδόξων Επισκόπων είναι η από 1ης Μαρτίου 1332 Παπική διαταγή, με την οποία ο Πάπας Ιωάννης KB’ παραχωρεί το Μητροπολιτικό Μέγαρο στους επισκόπους της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.

Κατά την εποχή αυτή, αρχές 14ου αιώνα συμπίπτει και η κατάργηση πολλών ελληνικών επισκοπών στα υπόλοιπα νησιά της Δωδεκανήσου, όπως της Κω, Λέρου - Κάλυμνου, Νισύρου και Αστυπαλαίας, ενώ η επισκοπή Ικαρίας ενώνεται με την επισκοπή της Σάμου. Προ της Συνόδου της Φερράρας Φλωρεντίας (1438) και μέχρι της 22ας Απριλίου 1455, Επίσκοπος Ρόδου ήταν ο Ναθαναήλ.

Η συμμετοχή του στη Σύνοδο της Φλωρεντίας και η υπογραφή του για τον «Φλωρεντιανό όρο ένωσης των εκκλησιών», σηματοδοτούν μια καινούργια περίοδο της Εκκλησίας Δωδεκανήσου, πλήρης ταλαιπωριών, κατά την οποία ο ελληνικός ορθόδοξος λαός δεν αποδέχεται τον Επίσκοπον του. Πάντως, πέρα από αυτό, αποτελεί πρόβλημα αν ο Ναθαναήλ επανήλθε στην Έδρα του μετά τη Σύνοδο της Φλωρεντίας. Οι γνώμες στο θέμα αυτό διίστανται. Πάντως, όπως και αν έχει το πράγμα, ένα είναι το γεγονός, ότι ο Έλληνας Μητροπολίτης Ρόδου απ’ εδώ και έπειτα βρίσκεται σε δεινή θέση κάτω από την εποπτεία και την πίεση του Λατίνου Αρχιεπισκόπου Ρόδου.

Και ο καθηγητής Εμμ. Κωνσταντινίδης συμπληρώνει: «Η εκκλησιαστική περιουσία ολόκληρης της Δωδεκανήσου δημεύτηκε και λεηλατήθηκε και οι ορθόδοξοι ιερείς υποχρεώθηκαν με τη βία να μνημονεύουν το όνομα του Ρωμαίου Ποντίφικα». Πέραν τούτων, η ωμή πολιτική παρέμβαση στα εκκλησιαστικά επεκτάθηκε και στον τρόπο εκλογής και εγκατάστασης του εκάστοτε Έλληνα Μητροπολίτη. Π.χ. η εκλογή νέου Έλληνα Μητροπολίτη εθεωρείτο έγκυρη μόνο μετά την έγκριση της πολιτείας (Μ. Μάγιστρος) που επιβεβαίωνε αυτή, καθώς επίσης και ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος ή ο βικάριός τουί*).

Αυτή λοιπόν η σχέση μεταξύ του Έλληνα Μητροπολίτη και του Λατίνου Αρχιεπισκόπου φθάνει μέχρι και του τελευταίου Έλληνα Μητροπολίτη Ρόδου Κλήμη, ο οποίος ας σημειωθεί ότι έφυγε μαζί με τους Ιππότες (1522), καταφεύγοντας στον Πάπα Ρώμης Ανδριανό τον Στ'. Αξίζει επίσης να αναφέρουμε τον τρόπο εκλογής τον Κλήμεντα, όπως μας τον διασωζει ο κ. Ζ. Τσιρπανλής, που είναι και η τελευταία χειροτονία Έλληνα Μητροπολίτη Ρόδου επί Ιπποκρατίας, όπου καταφαίνεται ο πρακτικός τρόπος εφαρμογής εκλογής και χειροτονίας του Έλληνα Μητροπολίτη.

Ο Μέγας Μάγιστρος όρισε το εκλεκτορικό σώμα, το οποίο αποτελούσαν 14 ιερείς, που ήσαν οφφικιάλιοι του ελληνικού κλήρου και 13 λαϊκοί, από τους πιο γνωστούς προύχοντες του νησιού. Όλοι οι παραπάνω ειδοποιήθηκαν και συνήλθαν το πρωί της 11ης Σεπτεμβρίου 1511 στον ορθόδοξο μητροπολιτικό ναό της Ρόδου. Εκεί ο αρχηγός του Τάγματος των Ιπποτών ανακοίνωσε ότι ο Σιναΐτης Κλήμης θα ήταν ο νέος Μητροπολίτης Ρόδου, αφού αυτός είχε πάρει τις περισσότερες ψήφους και άξιζε λόγω των αρετών του και της καλής διαγωγής του τον παραπάνω τίτλο, με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα σεβόταν «την ενότητα της αγίας εκκλησίας και τη βούλα της ομόνοιας».

Ο Κλήμης σηκώθηκε φίλησε το χέρι του Μ. Μάγιστρου. Ο Μ. Μάγιστρος τον παρουσίασε στον Λατίνο Αρχιεπίσκοπο, όπου αυτός επικύρωσε την εκλογή του Κλήμη. Αργότερα υπό τη συνοδεία του αρχιδιακόνου του Λατίνου αρχιεπισκόπου μετέβη στον μητροπολιτικό ναό και έγινε η επίσημη εγκατάσταση οπήν έδρα τους. Αυτός λοιπόν ο Παπακαισαρισμός και ο κρατικός παρεμβατισμός των Ιπποτών στην Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία της Δωδεκανήσου, εμφανώς στόχευε υπό το ένδυμα της πολιτείας στην επιβολή της Παπικής εξουσίας και στην τέλεια υποταγή της Εκκλησίας Δωδεκανήσου στη διοικητική αρμοδιότητα του Πάπα Ρώμης.

Τον 16ο αιώνα, η Οθωμανική αυτοκρατορία καταλαμβάνει τη Δωδεκάνησο και τα πράγματα για την εκκλησία αλλάζουν ως επί το πλείστον προς το καλύτερο, αν και η εθνική περιπέτεια συνεχίζεται για τα νησιά αυτά.

3. Οθωμανοκρατία
Έπειτα από 216 χρόνια κατοχής των νησιών από το Τάγμα των Ιπποτών (1306-1522) ο Σουλεΐμάν ο Μεγαλοπρεπής καταλαμβάνει τα Δωδεκάνησα, τα οποία θα παραμείνουν στα χέρια της Υψηλής Πύλης μέχρι το 1912. Η οθωμανική κυριαρχία επέφερε πολλά δεινά, κυρίως τα πρώτα χρόνια κατοχής στον λαό της Δωδεκανήσου από άποψη πολιτικοκοινωνική. Από άποψη όμως εκκλησιαστική τα πράγματα αλλάζουν.

Μία νέα περίοδος ανατέλλει για τις σχέσεις Εκκλησίας Δωδεκανήσου και Οικουμενικού Πατριαρχείου. Λόγω της ενιαίας πολιτικής και κρατικής διοίκησης ισχυροποιούνται οι δεσμοί με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Εκκλησία Δωδεκανήσου αποκτά την πλήρη και ουσιαστική διοικητική ενότητά της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Πρώτη και κύρια ενέργεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν η συμπλήρωση των Μητροπολιτικών θέσεων, έπειτα από τα κενά που είχε δημιουργήσει η πολιτική του Βατικανού κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας - Ιπποτοκρατίας.

Άλλωστε η αναγνώριση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία του Οικουμενικού Πατριάρχη ως Εθνάρχη και αρχηγού όλων των ορθοδόξων Ελλήνων, που βρίσκονται ως υποτελείς σε άλλους λαούς και η παροχή προνομίων, που επεκτείνονται τώρα στα Δωδεκάνησα, δίδουν στα νησιά αυτά καθεστώς πλήρους, θα λέγαμε, αυτοδιοίκησης.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο η Εκκλησία Δωδεκανήσου μπόρεσε να αποκτήσει την εσωτερική της αυτονομία και να διαδραματίσει σπουδαίο πρωταρχικό και ηγετικό ρόλο στη ζωή των Δωδεκανησίων. Ιδίως μετά την έκδοση από τον Σουλτάνο του διατάγματος Χάτι Χουμαγιούν (18.2.1856), το οποίο ως γνωστό ανεγνώριζε την πλήρη θρησκευτική ελευθερία, την άδεια να κτίζονται και να επισκευάζονται ναοί, σχολεία και φιλανθρωπικά ιδρύματα και την πλήρη ισότητα των υπηκόων, η Εκκλησία Δωδεκανήσου αναδεικνύεται σε φορέα κάθε θρησκευτικού και εθνικού ιδεώδους.

1. Οι Μητροπολίτες Δωδεκανήσου είναι κύριοι των εκκλησιών και των μοναστηριών της επικράτειάς τους.

2. Τηρούν τα ληξιαρχικά βιβλία και εκδίδουν άδειες, γάμων και βαπτίσεων.

3. Εποπτεύουν και διευθύνουν τα ελληνικά σχολεία. Σημειωτέον, ότι, η οργανωμένη παι δεία συστηματοποιείται τα τέλη του 19ου αιώνα και αρχές του 20ού επί Μητροπολίτου Ρόδου Γερμανού (1876), του μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχη. Την προσπάθεια του Γερμανού συνέχισαν οι διάδοχοί του Γρηγόριος (1888-1893), Κωνσταντίνος (1893-1909), Δωρόθεος (1900 μ.Χ.) και Ιωακείμ Βαλασιάδης (1900-1910).

4. Προβαίνουν στη σύνταξη συμβολαιογραφικών πράξεων και προικοσυμφώνων. Στα αρχεία της Ιεράς Μονής Σπηλιανής Νισύρου υπάρχουν πολλά τέτοια έγγραφα.

5. Έχουν τους τομείς διοίκησης, εκπαίδευσης και δικαιοσύνης, την οποία απονέμουν με τα πνευματικά και μικτά δικαστήρια, στα οποία ο Μητροπολίτης είναι πρόεδρος.

6. Μετέχουν στο Νομαρχιακό Συμβούλιο.

Εμφανής λοιπόν η θέση της Εκκλησίας στην παρούσα χρονική περίοδο και έκδηλη η εκτίμηση και η προστασία των επισκόπων της και των χριστιανών από τις οθωμανικές αρχές κατοχής. Πέραν τούτων, οφείλουμε να επισημάνουμε το γεγονός ότι σε ορισμένες περιπτώσεις και κυρίως κατά τα πρώτα έτη της οθωμανικής κυριαρχίας δεν έλειψαν οι παρεμβάσεις, οι πιέσεις και ακόμα οι διώξεις της ορθόδοξης εκκλησίας Δωδεκανήσου.

Τα θλιβερά γεγονότα του κατακτητή κατά των ορθοδόξων Ελλήνων και η απερίγραπτα κακή συμπεριφορά των Οθωμανών στο ποίμνιό του κάνουν τον Μητροπολίτη Ρόδου Ευθύμιο, Ροδίτη στην καταγωγή νοσταλγό της προηγούμενης ιπποτικής κατάστασης.

Πίστεψε πως οι καιροί απαιτούσαν δραστηριότερη συμμετοχή της Εκκλησίας για την απελευθέρωση της Δωδεκανήσου. Έτσι, αναλαμβάνει κατά κάποιο τρόπο τον ρόλο του Εθνάρχη και αναδεικνύεται η τραγικότερη μορφή της εκκλησίας Δωδεκανήσου στην παρούσα ιστορική περίοδο.

Το ισχυρό εθνικό και πατριωτικό του συναίσθημα για τη Δωδεκάνησο ωθεί τον Μητροπολίτη σε ενέργειες μη νομοκανονικές. Εγκαταλείπει σχεδόν το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και χωρίς καμιά έγκριση για τις παραπέρα ενέργειες του έρχεται σε απευθείας συνεννοήσεις με τον Πάπα Ρώμης, για σύμπραξη επαναφοράς των Ιπποτών στη Ρόδο.

Προτελευταίος της εποχής της Οθωμανοκρατίας Μητροπολίτης υπήρξε ο Ιωακείμ Βαλασιάδης (1900-1910), που διαδέχτηκε τον Νισύριο την καταγωγή Ιερόθεο Δημητριάδη, του οποίου η αρχιερατία στη μητρόπολη Ρόδου υπήρξε ολιγόμηνη.
Ο Ιωακείμ καλείται να ποιμάνει τη Μητρόπολη Ρόδου σε χρόνους χαλεπούς για τη θρησκευτική και εθνική ζωή του δωδεκανησιακού λαού. Ήταν άνθρωπος με μόρφωση και διοικητικά προσόντα.

Οργάνωσε τις ορθόδοξες κοινότητες, τα σχολεία των οποίων πρόσφεραν γνώσεις, εθνική υπερηφάνεια και αγάπη προς τη μητέρα Ελλάδα. Η εκκλησία αποκτά ολιγογράμματους κληρικούς, γεμάτους όμως ευσέβεια και φόβο Θεού. Από την αλληλογραφία του (Εγκύκλιος της 25.10.1904) πληροφορούμεθα ότι η Εκκλησία Δωδεκανήσου, την οποία αντιπροσώπευε ο ίδιος και ως μέλος της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τάχθηκε με άλλους επτά αρχιερείς, μέλη της Συνόδου αυτής, κατά του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’, με άμεση συνέπεια να δημιουργηθεί η λεγάμενη «Πατριαρχική κρίσις των οκτώ», ένεκα του ζητήματος των κανονισμών της εκκλησιαστικής περιφέρειας Βοσνίας και Ερζεγοβίνης.

Οι Μητροπολίτες Εφέσου, Σερρών, Μυτιλήνης, Ελευθερουπόλεως, Ρόδου, Αγχιαλού και Κρήνης τάχτηκαν με τις απόψεις του Αγίου Δυρραχίου. Τούτο εθεώρησε ο Πατριάρχης ότι στρεφόταν εναντίον του, αφού η πλειοψηφία τάχτηκε κατά της άποψής του. Την επομένη (1.10.1904 μ.Χ.) συνέρχονται τα λαϊκά μέλη του Δ.Ε.Μ. Συμβουλίου και αποφασίζεται οι Μητροπολίτες Διδυμοτείχου, Σερβίων και Κοζάνης να μεταβούν στον Πατριάρχη και «εξαιτήσωνται, ίνα επιβληθή τω αγίω Δυρραχίου η ανωτάτη των ποινών».

Στη συνέχεια η ενέργεια αυτή επεκτείνεται και στους Μητροπολίτες μέλη της Ιεράς Συνόδου, Ρόδου, Σερρών και Ελευθερουπόλεως. Οι οκτώ διαμαρτύρονται έντονα για το γεγονός ότι πρώτη φορά γίνεται Πατριάρχης να αποφασίζει με τους λαϊκούς την καταδίκη Συνοδικών Αρχιερέων, καταργώντας έτσι τη νόμιμη απόφαση της Ιεράς Συνόδου και με αναφορά τους καταφεύγουν στην Κυβέρνηση, για να επέμβει προς διακανονισμό του ζητήματος.

Η κυβέρνηση αμέσως διατάσσει τον Πατριάρχη «συμβιβασμού απολύτου επανόδου εις την προ του πραξικοπήματος κατάστασιν επανερχομένων των οκτώ εις την Ιεράν Σύνοδον». Αξιοσημείωτο είναι ότι ο πρωτοσύγκελος της Μητρόπολης Ρόδου κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων διαβιβάζει προς τα υπόλοιπα νησιά της μητροπολιτικής περιφέρειας την προαναφερθείσα εγκύκλιο και παρακαλεί για τη σύνταξη εγγράφου υποστήριξης των θέσεων, του αγίου Ρόδου και των υπολοίπων μητροπολιτών, συγχρόνως δε να αποκηρύσσεται η στάση και η ενέργεια του Πατριάρχη ως αντικανονική, αντεθνική και αυθαίρετη.

Τον Ιωακείμ διαδέχτηκε ο Γεράσιμος (1910-1912) και αυτόν ο Βενιαμίν (1912-913) εκ Μαγνησίας και αργότερα Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Κατά την ποιμαντορία του στη Ρόδο έγινε η κατάληψη της Δωδεκανήσου από τους Ιταλούς και έτσι αρχίζει η περίοδος της Ιταλοκρατίας στα Δωδεκάνησα.

(Το υλικό αντλήθηκε από το βιβλίο του ΙΩΑΝΝΗ Σ. ΚΕΝΤΡΗ «Το αποικιακό καθεστώς της Ιταλίας στα Δωδεκάνησα και οι επιδιώξεις του Βατικανού για την αυτοκεφαλία της εκκλησίας Δωδεκανήσου», και από την Wikipedia).

Η πόλη της Ρόδου
Η πόλη της Ρόδου
Χάρτης της Ρόδου κατά το 257 μ.Χ.
Χάρτης της Ρόδου κατά το 257 μ.Χ.
Το Μοναστικό κράτος των Ιπποτών
Το Μοναστικό κράτος των Ιπποτών
Επαναστατική αναταραχή κατά τον 16ο αιώνα
Επαναστατική αναταραχή κατά τον 16ο αιώνα
Η Ρόδος κατά τον Μεσαίωνα
Η Ρόδος κατά τον Μεσαίωνα
Η Ρόδος κατά την τουρκοκρατία
Η Ρόδος κατά την τουρκοκρατία
Ο Ιερός Μητροπολιτικός Ναός του Ευαγγελισμού στο Μανδράκι
Ο Ιερός Μητροπολιτικός Ναός του Ευαγγελισμού στο Μανδράκι
Ρόδος: Ενετοκρατία
Ρόδος: Ενετοκρατία

 

Διαβάστε ακόμη

Θάνος Ζέλκας: Ξέρω ποιος είσαι και τι πρεσβεύεις

Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης: Δαύκος ο άγριος (Daucus sylvestris), κοινώς σταφυλίνος, σταφυλίνακας, σταφυλινάκι, άγριο καρότο

Κατερίνα Τζωρτζινάκη: Το καλοκαίρι είναι ακριβό

Νίκος Μυλωνάς: Μετά την 4η φωτιά στον ΧΥΤΑ... θα κάνει επιτέλους κάτι της προκοπής ο δήμος Κω;

Βάιος Καλοπήτας: «Έτσι μπορούμε να κάνουμε ξανά το ΠΑΣΟΚ πλειοψηφία»

Κώστας Ε. Σκανδαλίδης: Ένα μπράβο εκ βαθέων για το «Στοιχειό του Αντιπέρατου»

Γ. Σταυλάς: Σε κατάσταση ανάγκης η περιφέρεια Ν. Αιγαίου;

Νικολάου Ευαγόρας: Πόσο μπορεί να αντέξει η Ρόδος την ανομβρία;