Μανώλης Κασσώτης: Ο Β' παγκόσμιος πόλεμος έφερε και πείνα στα Δωδεκάνησα

Μανώλης Κασσώτης: Ο Β' παγκόσμιος πόλεμος έφερε και πείνα  στα Δωδεκάνησα

Μανώλης Κασσώτης: Ο Β' παγκόσμιος πόλεμος έφερε και πείνα στα Δωδεκάνησα

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 936 ΦΟΡΕΣ

Του
Μανώλη Κασσώτη
στο anamniseis.net

Οι πόλεμοι, εκτός από θανάτους και καταστροφές, δημιουργούν και έλλειψη τροφίμων, με αποτέλεσμα εκατομμύρια άνθρωποι να πεθαίνουν. Σ’ αυτή την τραγική κατάσταση βρέθηκαν τα Δωδεκάνησα μαζί και η Κάρπαθος στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Μαζί με την έλλειψη εισαγομένων τροφίμων, οι Καρπάθιοι είχαν να αντιμετωπίσουν και την Finanza (Ιταλική Οικονομική Αστυνομία) που ήλεγχε την περιορισμένη ντόπια παραγωγή, κυρίως σιτηρά, λάδι και κρέας.

Για να θερίσει ο γεωργός έπρεπε να πάει η Finanza να υπολογίσει την παραγωγή, και όταν αλώνευε έπρεπε η Finanza να ζυγίσει τον καρπό, και ανάλογα έπαιρνε μέρος της παραγωγής. Επειδή οι παραγωγοί έβρισκαν τρόπο να κρύψουν μέρος της παραγωγής τους, η Finanza σφράγιζε τους νερόμυλους και ανεμόμυλους, και μόνο με την παρουσία της Finanza επιτρεπόταν το άλεσμα.

 


Ας αφήσουμε τη λαϊκή μούσα και παράδοση να περιγράψει την κατάσταση.
Οι Ιταλοί οι άχαροι, τους νερομύλους κλείσαν,
και λεύτερα ν’ αλέθουσι, κανένα δεν αφήσαν.
Και τότες πιάσαμε κρυφά τους
χερομύλους πάλι,
κι αυτοί οι κόποι ήτανε ακόμη
πιο μεγάλοι.
Τα χέρια μας ξεφούσκωσαν
και κάμασι σημάδια,
κι είχαμε και το κίνδυνο
να μη φανεί η βάρδια.
Επιάστηκαν τα χέρια μας
από το μυλιτάρι,
τη μέλαζη ν’ αλέθουμε
να κάνουμε βδομάρι.
Η μια το δρόμο ’πο μακρά
καλά παρατηρούσε,
κι η άλλη το χερόμυλο καλά
τον εγυρνούσε.

Προτού μαζέψει τις ελιές του ο κτηματίας, περνούσε η Finanza από το λιόφυτό του, και στο λιοτρίβι τον περίμενε να μετρήσει το λάδι και να πάρει το μερδικό της.
Αφηγείται ο Θεόφιλος Λαγωνικός: «Επειδή η Finanza έκανε έρευνα μέσα στα σπίτια για αδήλωτα τρόφιμα, πολλοί έσκαφαν και τα έβαζαν μέσα στο χώμα. Αλλά επειδή κάθε νιόσκαφτο χωράφι ή αμπέλι έδεινε υποψίες στη Finanza, εγώ έσκαβαΝ κοντά στις ρίζες των δέντρων, που ποτίζοντο κι ήταν πάντοτε σκαμμένα, για να κρύψω μερικά μπουκάλια λάδι».

Σφάξαμε το μοσχάρι μας και το πουλήσαμε, αλλά μας πρόδωσαν στη Finanza. We butchered our calf and sold it, but they betrayed us to Finanza.
Σφάξαμε το μοσχάρι μας και το πουλήσαμε, αλλά μας πρόδωσαν στη Finanza. We butchered our calf and sold it, but they betrayed us to Finanza.


Οι υπάλληλοι της Finanza επισκέπτονταν τις μάντρες και καταμετρούσαν τα αιγοπρόβατα. Μόνο με άδεια μπορούσε ο χασάπης να αγοράσει ζώο από το βοσκό για να το σφάξει. Ακόμα και τα οικόσιτα ζώα έπρεπε να δηλωθούν και μόνο με άδεια μπορούσε να τα σφάξει ο νοικοκύρης τους.

 


Αφηγείται ο Μηνάς Παπακώστας: «Μαζί με τον αδελφό μου σφάξαμε το γαμάλι μας και το πουλήσαμε στ’ Όθος και στις Πυλές. Μας πρόδωσαν στη Finanza και μας πήραν στην Καζάρμα στο Απέρι για ανάκριση. Μας έδωσαν ξύλο αλλά εμείς αρνηθήκαμε ότι σφάξαμε το γαμάλι

. Είχαμε συννενοηθεί μ’ έναν συγχωριανό μας που είχε ένα αδήλωτο γαμάλι στη Λάστο να το φέρει και να το παρουσιάσουμε σαν το δικό μας. Στο μεταξύ οι Ιταλοί έβαλαν πάνω έναν Καρπάθιο που δούλευε μαζί τους και μας έπεισε να ομολογήσουμε γιατί θα μας έδιναν και άλλο ξύλο. Μόλις ομολογήσαμε μας έβαλαν φυλακή να μας στείλουν στη Ρόδο για να μας δικάσουν. Μέχρι νάρθει το πλοίο της γραμμής συνέπεσαν τα γεννέθλια της βασίλισσας της Ιταλίας και μας έδωσαν χάρη.

H Μαρία ήταν μεγάλη κανακαρά και είχε αρκετό λάδι, έμενε στα Πηγάδια αλλά είχε και σπίτι στο Απέρι, και κάθε βδομάδα έστελνε στον αδελφό της Ζώρζη, που ’μενε εκεί, ένα μπουκάλι λάδι για ν’ ανάβει το καντήλι κάθε μέρα. Μια μέρα ένας περαστικός, που περνούσε απ’ έξω από το σπίτι της Μαρίας στο Απέρι, άκουσε τον Ζώρζη να προσεύχεται μπροστά στο εικονοστάσι: «… άκουσε Παναγία μου, τώρα είναι πόλεμος και το λάδι είναι λαδάκι, μια φορά την εβδομάδα θα σ’ ανάβω και καλά σου είναι».
Όπως αφηγείται ο Μανώλης Χουβαρδάς, οι Ιταλοί δεν ήλεγχαν την παραγωγή λαχανικών που αντάλλασσαν με τρόφιμα:

Με τους Ιταλούς ανταλλάσσαμε κάθε κιλό λαχανικά με ένα κιλό αλεύρι, μακαρόνια ή ρύζι.
Με τους Ιταλούς ανταλλάσσαμε κάθε κιλό λαχανικά με ένα κιλό αλεύρι, μακαρόνια ή ρύζι.
Με τους Ιταλούς ανταλλάσσαμε κάθε κιλό λαχανικά με ένα κιλό αλεύρι, μακαρόνια ή ρύζι.
Με τους Ιταλούς ανταλλάσσαμε κάθε κιλό λαχανικά με ένα κιλό αλεύρι, μακαρόνια ή ρύζι.

«Το απόγευμα πηγαίναμε με το μουλάρι στο Όθος, στις Πυλές και στην Αρκάσα, παίρναμε βόλτα τα περβόλια και τους λαχανόκηπους και φορτώναμε το μουλάρι με ότι λαχανικά είχαν: ντομάτες, πατάτες, σκόρδα, κρεμμύδια, μελιτζάνες, πιπεριές, μπάμιες. Την επομένη σηκωνόμαστε από την αυγή και πηγαίναμε στον Αφιάρτη όπου παίρναμε βόλτα τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Μας περίμεναν οι μάγειροι και οι τροφοδότες κάθε στρατιωτικής μονάδας για να κάνουμε την ανταλλαγή.

Για κάθε κιλό λαχανικά μας έδιναν ένα κιλό αλεύρι, μακαρόνια ή ρύζι. Την ίδια μέρα γυρίζαμε πίσω στα ίδια χωριά και για κάθε κιλό λαχανικά που μας είχαν δώσει τους δίναμε μισό κιλό αλεύρι, μακαρόνια ή ρύζι. Ξαναφορτώναμε το μουλάρι με ό,τι λαχανικά είχαν για την άλλη μέρα.

Μ’ αυτό τον τρόπο οικονομούντο αυτοί κι εμείς. Τα τρόφιμα που μας έμεναν τα κρατούσαμε για την οικογένειά μας ή τα ανταλλάσσαμε με κάτι που είχαμε ανάγκη».
Όσο προχωρούσε ο πόλεμος η κατάσταση χειροτέρευε όπως φαίνεται από την μαντινάδα και τις αφηγήσεις που ακολουθούν.


Πενήντα φράγκα το κιλό ανέβηκε τ’ αλεύρι,
κι αυτό με χίλια βάσανα  ο κόσμος το γυρεύει.
Αφηγείται ο Γιώργος Αλ.: «Ένας Ιταλός στρατιώτης μας έδωσε ένα σκατολέτο. Μ’ αυτό και με λίγο ψωμί θα περνούσε η οικογένειά μας όλη την ημέρα. Όταν κάτσαμε να φάμε ήλθε ένας επισκέπτης και του είπαμε να πλησιάσει στο τραπέζι. Αυτός από ευγένεια είπε πως δεν πεινούσε και δεν τον ξαναρωτήσαμε. Ο πατέρας μου μοίρασε στον καθένα μας από ένα κομμάτι κρέας και μια μικρή φέτα ψωμί, δεν είχαμε τίποτε άλλο. Ο επισκέπτης που άδικα περίμενε να τον ξαναρωτήσουμε, πλησίασε στο τραπέζι και πήρε το ψωμί του Γιαννίκου μας που ’ταν ο πιο μικρός, ενώ αυτός έβαλε τα κλάματα».


Αφηγείται ο Μανώλης Κ.: «Η μάνα μου μ’ έστειλε να πάω να πάρω ένα μπουκάλι γάλα που δικαιούτο κάθε οικογένεια, απ’ αυτό που η Finanza κατάσχεσε από τους βοσκούς. Περίμενα μισή μέρα μέχρι νάρθει η σειρά μου και πεινούσα. Στο δρόμο που ερχόμουνα έπινα από μια γουλιά και μέχρι να φτάσω στο σπίτι μας ήπια το μισό. Σταμάτησα σε μια βρύση και απογέμισα το μπουκάλι».


Αφηγείται ο Γιώργος Ασ.: «Μια νύχτα μπήκα σ’ ένα σπαρμένο χωράφι και έκλεψα μερικές κεφαλές του σιταριού, τις έτριψα κι έβγαλα ένα κιλό σιτάρι, Μ’αυτό εξαγόρασα τα θέλγητρα της Βαγγελιώς του Λ.»..


Στο λιοτρίβι, η Finanza περίμενε τον ελαιοπαραγωγό να μετρήσει το λάδι και να πάρει το μερδικό της. In the oil mill, Finanza waited for the oil producer to measure the oil and take its share.


Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κάρπαθο ο επισιτισμός του νησιού χειροτέρεψε, όπως αφηγείται ο Μηνάς Χ.: « Όλη την ημέρα δεν είχαμε να φάμε και περιμέναμε τον μεγάλο μου αδελφό που δούλευε στην κουζίνα με τους Γερμανούς για να μας φέρει κάτι να φάμε. Ένα βράδυ μας έφερε τα πατατόφυλλα, από τις πατάτες που καθάρισε για τους Γερμανούς. Τάβρασε η μάνα μου και χορτάσαμε την πείνα μας».


Αφηγείται ο Παναγιώτης Λ.: «Οι Γερμανοί είχαν την αποθήκη τους στο Κονάκι. Εγώ είχα φίλο έναν Γερμανό στρατιώτη, στην πολιτική του ζωή είχε φυλακιστεί για κλοπές και άλλα αδικήματα και του άρεσε το ποτό. Τη νύχτα μ’ έπαιρνε μαζί του στο Κονάκι και επειδή ήμουν πιο μικρός μ’ έβαζε μέσα από τον φεγγίτη, άνοιγα την πόρτα και κλέβαμε αλεύρι και άλλα φαγώσιμα. Τα ανταλλάσσαμε στ’ Απέρι και στη Βωλάδα με ρακί».


Αφηγείται ο Μανώλης Παναγιώτη Μανωλιός: «Όταν ήρθαν οι Γερμανοί μετακομίσαμε στο Απέρι, μαζί με άλλους Πηγαδιώτες. Με την βοήθεια όλης της οικογένειας, καθαρίσαμε, περικάψαμε και σκάψαμε μερικές πλαούλες στην Αχάτα, και σπείραμε λίγο κριθάρι. Μετά από το θέρισμα και το αλώνισμα μαζέψαμε γύρω στα 100 κιλά κριθάρι και, για περισσότερη ασφάλεια, σκάψαμε ένα λάκκο και το θάψαμε μέσα σ’ ένα πανοπίθι, μ’ αυτό θα περνούσαμε όλο το χρόνο».


«Στο μεταξύ, αυτοί που κάθονταν στο καφενείο, όταν εμείς καθαρίζαμε, περικαύγαμε, σκάβαμε, σπέρναμε, θερίζαμε και αλωνίζαμε, πήγαν και μας πρόδωσαν στην Αστυνομία, ισχυριζόμενοι ότι έπρεπε να παραδώσουμε το κριθάρι, και να γίνει διανομή σε όλο το χωριό! Έδωσα 10 κιλά κριθάρι στον Pricantieri (Σταθμάρχη), και το θέμα λύθηκε».
Επίσης οι Γερμανοί εφοδίασαν ορισμένους ψαράδες με δυναμίτες και μοίραζαν τα ψάρια στη μέση. Για να ζήσουν τις οικογένειές τους αρκετοί ψαράδες έχασαν τη ζωή τους.


Από το αρχείο του υπολοχαγού Hans Vogeler: «Μια μέρα, την καθορισμένη ώρα γύρισε η βάρκα από το ψάρεμα στο λιμάνι στα Πηγάδια όπου την περίμενε ο Γερμανός λοχίας που εφοδίασε τους ψαράδες με τους δυναμίτες για να κάμουν τη μοιρασιά. Λίγο πιο πέρα παρακολουθούσε αμίλητος ο Hans Vogeler.

Μόλις τελείωσε η μοιρασιά πλησίασε έναν από τους ψαράδες και χωρίς οι άλλοι να πάρουν είδηση του είπε ότι αυτό που έκαμε να μη το ξανακάνει. Ο Vogeler παρατήρησε ότι ο ψαράς του φάνηκε πιο εύρωστος απ’ ότι τον γνώριζε. Μεσ’ στα ρούχα, στον κόρφο και στους ώμους του είχε κρύψει μερικά ψάρια».


Την άλλη μέρα που έφυγαν οι Γερμανοί ξεσηκώθηκαν οι Καρπάθιοι εναντίον των Ιταλών που άφησαν στη θέση τους. Οι Μενεδιάτες κατέβηκαν στα Πηγάδια και άνοιξαν την αποθήκη των Ιταλών χωρίς εκείνοι να μπορέσουν να αντιδράσουν. Όποιος πρόφτασε πήρε ότι μπόρεσε, οικονομήθησαν πολλοί Μενεδιάτες και μερικοί Πηγαδιώτες.


Αφηγείται ο Μιχάλης Ν.: «Μόλις οι Μενεδιάτες σπάσαν την πόρτα της αποθήκης, μπήκα κι εγώ και πήρα ένα τσουβάλι αλεύρι. Επειδή φοβόμουν μην έλθουν και μου το πάρουν, δεν το πήρα στο σπίτι μου, σήκωσα τα κεραμίδια της σκεπής του σπιτιού του Νικολή του Φαντάρου που είχε φύγει από τα Πηγάδια και το έκρυψα».
Όταν, στις 17 Οκτωβρίου 1944, οι Άγγλοι έφτασαν στην Κάρπαθο με τα αντιτορπιλικά Terpsichore και Cleveland έφεραν μαζί τους 30 τόνους γαλέτες και τις διένειμαν στον λιμοκτονούντα πληθυσμό της Καρπάθου και Κάσου.

Διαβάστε ακόμη

Κώστας Ε. Σκανδαλίδης: Ένα μπράβο εκ βαθέων για το «Στοιχειό του Αντιπέρατου»

Γ. Σταυλάς: Σε κατάσταση ανάγκης η περιφέρεια Ν. Αιγαίου;

Νικολάου Ευαγόρας: Πόσο μπορεί να αντέξει η Ρόδος την ανομβρία;

Φιλιππος Ζάχαρης: Ενδοσκόπηση και νέος κόσμος

Νότης Μαριάς: Ξανά για το «Ουκρανικό μοντέλο»-την πρόταση-λύση για το προσφυγικό

Ροδιακά: Το αίσχος Αυγενάκη

Παναγιώτης Κουνάκης: Νησιώτες, πολίτες Γ’ κατηγορίας

Γιώργος Ζαχαριάδης: «Αν φυτρώσουν λουλούδια στις πόρτες μας»