Θάνος Ζέλκας: Εμείς, οι προσωρινοί
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 496 ΦΟΡΕΣ
Γράφει ο Θάνος Ζέλκας
Ο μεγαλύτερος φόβος του γένους μας είναι να ξεχαστούμε. Από τις πρώτες σπηλαιογραφίες έως τα πιο σύγχρονα μνημεία, αναζητάμε τρόπους να ακινητοποιήσουμε τον χρόνο, να αντισταθούμε στη λήθη, να αφήσουμε πίσω μας ένα σημάδι που θα μαρτυρά πώς υπήρξαμε. Οι Πυραμίδες, ο Παρθενώνας, οι καθεδρικοί ναοί, όλα αποτελούν κραυγές αθανασίας. Όχι μόνο για τους ηγέτες που τα ανέθεσαν, αλλά και για τις κοινωνίες που θέλησαν να δηλώσουν την παρουσία τους στην αιωνιότητα.
Κι όμως, ο 21ος αιώνας φαίνεται να ακολουθεί έναν διαφορετικό δρόμο. Αντί να χτίζει μνημεία για την αιωνιότητα, παράγει εικόνες που σβήνουν σε δευτερόλεπτα, εφαρμογές που ξεπερνιούνται σε λίγα χρόνια, υλικά έργα με ημερομηνία λήξης. Ζούμε σε έναν πολιτισμό που περισσότερο αποθηκεύει παρά θυμάται, περισσότερο καταγράφει παρά στοχάζεται. Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται αναπόφευκτα είναι: ποια θα είναι τα μνημεία τού αύριο;
Ίσως δεν θα είναι τα κτήρια που υψώνονται μεγαλόπρεπα, αλλά οι άυλες κατασκευές του διαδικτύου. Τα μεγάλα αποθηκευτικά ψηφιακά κέντρα που φιλοξενούν δισεκατομμύρια φωνές, οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης που άλλαξαν τη μορφή της επικοινωνίας, τα τραγούδια και οι εικόνες που διακινούνται σε ψηφιακή μορφή. Μπορεί στο μέλλον να κοιτάζουν το περιεχόμενο των κοινωνικών δικτύων όπως κοιτάμε εμείς σήμερα τον Παρθενώνα. Όχι όμως ως αισθητικά άψογα έργα, αλλά ως σύμβολα μιας κουλτούρας που όρισε την εποχή της.
Ωστόσο, τα μνημεία δεν είναι ποτέ ουδέτερα. Είναι η μνήμη που αποφασίζει τι θα μείνει και τι θα χαθεί. Στην πορεία της ιστορίας, όσα δεν ταίριαζαν με την εικόνα που ήθελε μια κοινωνία να κρατήσει για τον εαυτό της, σβήστηκαν. Αγάλματα κατεδαφίστηκαν, αρχεία κάηκαν, βιβλία εξαφανίστηκαν. Έτσι και ο δικός μας αιώνας μπορεί να θελήσει να θυμάται την τεχνολογική του δύναμη, αλλά να σβήσει τις πληγές της ανισότητας, της φτώχειας, της οικολογικής καταστροφής. Το ποια μνημεία θα υψωθούν, είναι πρωτίστως ζήτημα εξουσίας.
Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση. Tο μνημείο δεν είναι μόνο ό,τι δοξάζει, είναι και ό,τι φοβάται. Ο εικοστός πρώτος αιώνας ζει κάτω από τη σκιά της κλιματικής κρίσης, των ασθενειών, της αγωνίας για το μέλλον του πλανήτη. Μπορούμε να φανταστούμε ένα μνημείο αφιερωμένο στη Γη, όχι σαν υπερβολή, αλλά σαν συλλογική κραυγή μνήμης. Ένα ορόσημο για την οικολογία που να θυμίζει ότι υπήρξαμε μια γενιά που έβλεπε την απειλή και πάλευε να τη συγκρατήσει.
Αν κοιτάξουμε πιο βαθιά, το πιο χαρακτηριστικό μνημείο της εποχής μας είναι μάλλον η αστάθεια. Ενώ οι παλαιότερες κοινωνίες έφτιαχναν κτίρια για να αντέξουν αιώνες, εμείς δημιουργούμε δομές που προορίζονται να καταρρεύσουν σχεδόν αστραπιαία. Από εφαρμογές κινητών μέχρι μόδες που διαρκούν μερικούς μήνες. Αυτό το αδιάκοπο γκρέμισμα και ξαναχτίσιμο ίσως να είναι το αυθεντικό μας μνημείο. Η αίσθηση δηλαδή του ότι τίποτα δεν μένει σταθερό, ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο μόνιμο από την ίδια την αλλαγή.
Κι αν κάτι θα επιλέξει να θυμάται η κοινωνία του αιώνα που διανύουμε, ίσως να μην είναι τα μάρμαρα και οι πέτρες, αλλά οι ίδιες οι φωνές της. Οι εικόνες, τα τραγούδια, τα δίκτυα, τα ψηφιακά ίχνη. Κι ίσως, τελικά, το μνημείο που θα αφήσουμε πίσω μας να μην είναι μια κατασκευή που αντιστέκεται στη φθορά, αλλά η εμπειρία μιας ανθρωπότητας που έζησε με τον διαρκή φόβο της λήθης και που, ακριβώς γι' αυτό, κατέγραφε τα πάντα.