Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης: Κίκερ το κριόμορφον (Cicer arietinum), κοινώς ρεβιθιά

Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης: Κίκερ το κριόμορφον  (Cicer arietinum), κοινώς ρεβιθιά

Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης: Κίκερ το κριόμορφον (Cicer arietinum), κοινώς ρεβιθιά

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 486 ΦΟΡΕΣ

Φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά

Γράφει ο
Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης
Επίτιμος Έφορος
Αρχαιοτήτων

Το Κίκερ το κριόμορφον (Cicer arietinum), κοινώς ρεβιθιά, είναι φυτόν ποώδες, μονοετές, δικοτυλήδονο, της Οικογένειας των Ψυχανθών ή Παπιλιονιδών (Papilionaceae). Υπάρχουν δεκατέσσερα είδη, τα οποία απαντούν κυρίως στην Ασία και στην παρά τη Μεσόγειο Θάλασσα χώρες. Αυτό κατάγεται από την Εγγύς Ανατολή και καλλιεργείται στις εύκρατες χώρες από τον άνθρωπο, από την Προϊστορική εποχή συνεχώς μέχρι σήμερα, για τα εύγεστα και πολύ υγιεινά σπέρματα αυτού, τα ρεβίθια, τα οποία καταναλώνονται κατά διάφορους τρόπους.

Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο Ποσειδών ήταν εκείνος, ο οποίος ανεκάλυψε τα ρεβίθια και εδίδαξε την χρήση των στους ανθρώπους. Στα αρχαία ελληνικά κείμενα το φυτό αυτό αναφέρεται ως «ερέβινθος, ο» και η ονομασία αυτού είναι προελληνική (βλ. και άρκευθος, λάθυρος, όροβος, τερέβινθος κ.λπ..). Από το ερέβινθος προήλθε η νεοελληνική ονομασία : «ρεβίθι, το». Στην Ελλάδα απαντούν ως αυτοφυή δύο είδη, τα εξής:

1) Κίκερ το ελληνικόν (Cicer graecum)
Φυτό ποώδες, πολυετές, με βλαστούς ορθίους, αδενώδεις και φύλλα με φυλλάρια προμήκη, βαθέως οδοντωτά. Παράφυλλα τριγωνικά, οδοντωτά. Καρπός χέδρωπας προμήκης, τριχωτός. Απαντά στο υπάλπειον υψόμετρο του όρους Κυλλήνη της Πελοποννήσου.

2) Κίκερ το κατακείμενον (Cicer incisum)
Πρόκειται για φυτό ποώδες, πολυετές, με βλαστούς κατακείμενους, ανιόντας, λεπτοφυώς τριχωτούς, αδενώδεις και φύλλα με φυλλάρια σφηνοειδή, παλαμοειδώς 3-5σχιδή. Παράφυλλα σχεδόν ωοειδή. Καρπός χέδρωπας ρομβοειδής, χνουδωτός. Απαντά ως αυτοφυές φυτό σε ορεινές περιοχές της Στερεάς Ελλάδας και της Κρήτης.


Το φυτό αυτό είναι μικρoύ μεγέθους (ύψους 0,30-0,50 μ.), ο κορμός του είναι ξυλώδης και έχει φύλλα πτερωτά, περιττόληκτα ή καταλήγοντα σε έλικα ή άκανθα, με 7-17 ωοειδή οδοντωτά φυλλάρια, ελαφρώς τριχωτά, χρώματος ανοικτού πρασίνου. Τα άνθη του είναι ψυχοειδή, μικρά, λευκά, ρόδινα ή πορφυρόχρωμα, ανά 1-4 κατά μασχαλιαίους βότρυς, με κάλυκα πεντάλοβον. Πέτασος ωοειδής ή σχεδόν δισκοειδής, πτέρυγες αντωοειδείς, τροπίς πλατεία και κυρτή. Παράγει ωοειδείς καρπούς, τα ρεβίθια, διογκωμένους, τριχωτούς, που περικλείουν έναν ή δύο σπέρματα σφαιρικά, με προεξέχουσα μικρή ακμή και χρώμα λευκό, ωχρώδες ή καστανόμαυρο.


Το Κίκερ το κριόμορφον (Cicer arietinum), κοινώς ρεβιθιά, σήμερα καλλιεργείται μεταξύ άλλων και στις επόμενες χώρες : Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Βαλκανική, Τουρκία, Αίγυπτο, Μαρόκο, Τυνησία, Πακιστάν, Ινδία, Κίνα, ΗΠΑ και αλλαχού, για τα πολύ εύγεστα και υγιεινά σπέρματα αυτού, τα ρεβίθια. Επίσης καλλιεργείται ευρέως στην Ελλάδα για τα ρεβίθια, τα οποία καταναλώνονται ποικιλοτρόπως. Τα ρεβίθια είναι εύγεστα και πολύ θρεπτικά. Περιέχουν 55 % υδατάνθρακες και 20 % πρωτεϊνες.

Καλλιέργεια
Τα ρεβίθια συνήθως σπείρονται κατά τον μήνα Μάρτιο, σε χωράφι παχύ, εύφορο και το οποίο είναι προηγουμένως οργωμένο. Αναπτύσσονται γρήγορα, δεν χρειάζονται πότισμα, ανθίζουν στις αρχές του θέρους και οι καρποί αυτών καταναλώνονται τόσον νωποί, όσον και ξηροί. ΄Οσον αφορά στην καλλιέργεια των ρεβιθιών, θα πρέπει να αποφεύγονται τα αργιλώδη εδάφη, ενώ τα ελαφριά και αμμώδη ευνοούν περισσότερο την ανάπτυξη αυτών και τα σπέρματα βράζουν καλύτερα.


Ο Θεόφραστος ο Ερέσιος συνιστά, όπως κατά την παραμονή της σποράς των ρεβιθιών αυτά ενυδατώνονται και τότε η βλάστηση αυτών είναι ταχύτερη και επιτυχέστερη. Ο ίδιος διακρίνει τα ρεβίθια σε κριούς, μέλαινα, πυρρούς και λευκούς ερεβίνθους.


Ο Διοσκουρίδης διακρίνει τους ερεβίνθους σε ημέρους, αγρίους και κριούς.
Σημειωτέον, ότι τόσο τα ρεβίθια, όσο και όλα τα άλλα ψυχανθή φυτά, έχουν την ιδιότητα να αιχμαλωτίζουν άζωτο και να λιπαίνουν με φυσικό τρόπο το έδαφος και έτσι αυτό είναι κατάλληλο για τη σπορά άλλων φυτών κατά την επόμενη χρονική περίοδο.

Κατανάλωση
Tα ρεβίθια καταναλώνονται κατά διαφόρους τρόπους. Ειδικότερα, κατά τους χειμερινούς μήνες παρασκευάζονται από αυτά πολύ εύγεστες και θρεπτικές σούπες. ΄Ομως κατά την παραμονή του μαγειρεύματος, θα πρέπει να ενυδατωθούν σε κρύο νερό, προκειμένου να βράσουν γρηγορότερα. Για όλα γενικά τα όσπρια, καθώς και για τα ρεβίθια, επικρατεί η άποψη, ότι εάν βράσουν σε βρόχινο νερό, τότε αυτά μαγειρεύονται γρηγορότερα και καλύτερα. Τα ρεβίθια μαγειρεύονται στον φούρνο σκέτα ή με κρέας. Επίσης μαγειρεύονται με ρύζι (ρεβιθόρυζο) κ.λπ. Ακόμη από τα ρεβίθια παράγονται τα στραγάλια. Ακόμη τα ρεβίθια αλέθονται και παράγεται από αυτά αλεύρι εδώδιμο.


Σημειωτέον, ότι τα ρεβίθια, όπως και γενικά τα όσπρια, διακρίνονται σε καλόβραστα και κακόβραστα.
Όμως δεν πρόκειται για δύο διαφορετικές ποικιλίες, αλλά απλά η βραστικότητα αυτών εξαρτάται από τη σύνθεση του εδάφους και την υγρότητα αυτού. Εάν το έδαφος όπου καλλιεργούνται είναι ελαφρύ και στραγγίζει εύκολα, τα παραγόμενα ρεβίθια βράζουν εύκολα. Εάν το έδαφος είναι αργιλώδες, βαρύ και υγρό, τότε τα παραγόμενα ρεβίθια βράζουν δύσκολα.
Σε αυτά που βράζουν δύσκολα, ορισμένοι χρησιμοποιούν ένα κουταλάκι του γλυκού σόδα, προκειμένου να βράσουν γρηγορότερα.

Άλλοι, όταν από το προηγούμενο βράδυ ενυδατώνουν τα ρεβίθια, χρησιμοποιούν μια κουταλιά της σούπας χοντρό θαλασσινό αλάτι. Την επόμενη αυτά πλένονται καλώς και το αλάτι απομακρύνεται. Επίσης, τα ρεβίθια πρέπει να βράσουν σε μέτρια θερμοκρασία και για μακρύ χρονικό διάστημα, το δε αλάτι και η τομάτα μπαίνουν λίγο πριν από το τέλος του βρασίματος, διότι αμφότερα σφίγγουν τα ρεβίθια και δεν τα αφήνουν να μαλακώσουν.
Τα ρεβίθια καταναλώνονται επίσης ως «τραγήματα», ήτοι στραγάλια.

Διακρίνονται δύο είδη, ήτοι :
1 Λεμπλεμπιά, τα : τα αφράτα.
2) Κουδαμές, ο : τα ξηρά.
Τα ρεβίθια πεφρυγμένα (καβουρντισμένα) χρησιμοποιούνται επίσης για την νόθευση του καφέ. Επίσης, κατά τη περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1940-1944) που ο καφές είχε σχεδόν εξαφανισθεί από την αγορά, τα ρεβίθια, αφού εκαβουρντίζοντο, εχρησιμοποιούντο ως υποκατάσταστα αυτού.

Αρχαία Ελληνική
Γραμματεία
Α)΄Ομηρος
«Ως δ΄ ότ΄ από πλατέος πτυόφιν μεγάλην κατ΄ ελωήν
θρώσκωσιν κύαμοι μελανόχροες ή ερέβινθοι».
(΄Ομηρος, Ιλιάς, Ν, 588-589).


Ήτοι:
«Από δικράνι πως απλόχωρο μες στο φαρδύ τ΄ αλώνι
ψηλά πηδούνε τα μαυρόφλουδα κουκιά και τα ρεβίθια».
(΄Ομηρος, Ιλιάς, Ν, 588-589, Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη – Ι. Κακριδή (Αθήνα 1976), σ. 210).

Β) Πλάτων
«Επελαθόμην ότι και όψον έξουσιν, άλας τε δήλον ότι και ελάας και τυρόν και βολβούς και λάχανά γε, οία δη εν αγροίς εψήματα, εψήσονται. Και τραγήματά που παραθήσομεν αυτοίς των τε σύκων και ερεβίνθων και κυάμων και μύρτα και φυγούς σποδιούσιν προς το πυρ, μετρίως υποπίνοντες».
(Πλάτων, Πολιτεία 372 C).

Γ) Θεόφραστος
1) «Και ταύτα μεν έοικε χώρας τε μεταβολή και θεραπεία γίνεσθαι. Και ένια αμφοτέροις, τα δε τη θεραπεία μόνον. Οίον τα όσπρια μη γίνεσθαι ατεράμονα βρέξαντα κελεύουσιν εν νίτρω νύκτα υστερέα σπείρειν εν ξηρά. Φακούς ώστε αδρούς γίνεσθαι εν βολίτω. Τους ερεβίνθους δε, ώστε μεγάλους, αυτοίς τοις κελύφεσι βρέξαντα σπείρειν. Μεταβάλλουσι δε και κατά τας ώρας του σπόρου προς κουφότητα και αλυπίαν».
(Θεόφραστος, Περί φυτών ιστορίας, 2,4, 2).


2) «Φέρει δε και σπέρματα ίδια, τα μεν τοις χεδροποίς όμοια, τα δε τοις πυροίς και ταις κριθαίς. Ερέβινθος γαρ και φακός και τάλλα τα παρ΄ ημίν ουκ έστιν».


(Θεόφραστος, Πε΄ρι φυτών ιστορίας 4, 4, 2).
3) «Πάλιν ο καυλός των μεν γονατώδης και κοίλος, δι΄ ο και καλείται κάλαμος. Ο δε του κυάμου κοίλος, των δ΄ άλλων χεδροπών ξυλοδέστερος, ξυλοδέστατος δε ο ερέβινθος»
(Θεόφραστος, περί φυτών ιστορίας 8, 3, 2).

Δ) Διοσκουρίδης
«Ερέβινθος ο ήμερος ευκοίλιος, ουρητικός, πνευμάτων γεννητικός, ευχροίης περιποιητικός, καταμηνίων αρωγός και εμβρύων και γάλακτος γεννητικός. Καταπλάσσεται δε μάλιστα ο ορόβιος εφθός προς όρχεων φλεγμονάς και αχώρας και λειχήνας και ψώρας και μυρμηκίας και τα καρκινώδη έλκη και κακοήθη συν μέλιτι.
Καλείται δε και έτερον αυτών είδος κριός. Αμφότεροι δ΄ εισί διουρητικώτατοι, διδομένου προς ίκτερον και ύδρωπα του αφεψήματος αυτών, συν λιβανωτίδι – βλάπτουσι δε και κύστιν ειλκωμένην και νεφρούς – προς τε μυρμηκίας και ακροχορδόνας νουμηνίας ούσης ένιοι εκάστης εξοχής ερεβίνθω ψαύοντες άλλω και άλλω εις τε οθόνιον αποδήσαντες αυτούς ρίπτειν εις τουπίσω κελεύουσιν, ως αποπιπτουσών των ακροχορδόνων».
(Διοσκουρίδης, Περί ύλης ιατρικής ΙΙ, 104, 1-2).

Ε) Αθήναιος Ναυκρατίτης
Αναφέρει ότι εγίνετο «μεγάλη χρήσις πεφρυγμέρνων ή απανθρωακωμένων ερεβίνθων».

Λαϊκή Ιατρική «Περί πρίσματος ορχιδίων.
Της μερτιάς φύλλα κοπάνησον με ύλην κρασίου, ένοσον αντάμα, βάλε τα επάνω εις το πρίσμα.
Λιγέαν κοπάνησον με βούτυρον, άλιψον τον πάσχοντα.
Ρεβίθια, ρόβι, μέλι κοπάνησον, βάλε τα εις το πρίσμα».
(Ν. Εμμ. Παπαδογιαννάκης, Κρητικό Ιατροσόφιον 2001, σ. 104).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ :
Ι. Ηλ. Βολανάκης, Φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά της Δωδεκανήσου, περιοδικό «ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», τ. ΚΔ΄ (Ρόδος 2010), σ. 712-749.
Εγκυκλοπαιδεία ΝΕΑ ΔΟΜΗ, τ. 23 (Αθήνα αν. χρ. εκδ.), σ. 388.
Δ. Σ. Καββάδας, Εικονογραφημένον-Φυτολογικόνμ Λεξικον, τ. Α (Αθήνα αν. χρ. εκδ.), σ. 1919-1921.
Δ. Ν. Παπαγιαννόπουλος, ΜΕΕ, τ. ΙΑ΄(Αθήναι, αν. χρ. εκδ.), σ. 526.
Ευ. Φραγκάκι, Η Δημώδης Ιατρική της Κρήτης (Αθήναι 1978).
Γ. Χριστόπουλος (Επιμέλεια), Εκδοτική Αθηνών (Αθήνα 1990).


H. Baumann, Die Griechische Pflanzenwelt, Muenchen 1999.
Βotanica. Das Abc der Pflanzen. 10.000 Arten in Text und Bild (Koeln 1998), σ. 308.
R. Scheppelmann, Flora Graeca. Sibthorpiana, Volksausgabe, Edition Kentavros, (Hamburg 2017).

Διαβάστε ακόμη

Αγαπητός Ξάνθης: Ένα βιβλίο σταθμός, για την επικινδυνότητα της συνδετικότητας σε μια ανειρήνευτη σημερινή εποχή

Θάνος Ζέλκας: Ο δρόμος είχε τη δική του αμαρτία

Θανάσης Καραναστάσης: Όπου λαλούν πολλοί... μνηστήρες

Μανώλης Κασσώτης: Στην Κάσο το Συμπόσιο Στέγης Γραμμάτων-Τεχνών

Γιάννης Παρασκευάς: Τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε

Μάξιμος Χαρακόπουλος: «Δεν είμαστε δεδομένοι»

Μανώλης Χατζηάμαλλος: Υπάρχουν δικασταί εις τας Αθήνας!

Φίλιππος Ζάχαρης: Επανάληψη της ιστορίας και ήττα της σκέψης