Θάνος Ζέλκας: Η ευγένεια ως πολιτική πράξη
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 442 ΦΟΡΕΣ
Γράφει ο
Θάνος Ζέλκας
Η ευγένεια μοιάζει με λέξη ξεχασμένη σε ένα σκονισμένο λεξικό σε κάποια βιβλιοθήκη που κανείς δεν ανοίγει πια.
Στον δημόσιο βίο, στον διάλογο, στις σχέσεις με το κράτος βλέπουμε όλο και περισσότερο την αδιαλλαξία, την επιβολή, την υποκρισία.
Μας λένε ότι όλα γίνονται «για το καλό του πολίτη», την ίδια ώρα που ταλαιπωρούμαστε σε ουρές, σε πλατφόρμες που δεν λειτουργούν, σε υπηρεσίες που μας αντιμετωπίζουν σαν αριθμούς. Μας υπόσχονται σεβασμό, αλλά μας σερβίρουν γραφειοκρατία και καχυποψία. Κι όταν ζητάμε το αυτονόητο, η απάντηση είναι τις περισσότερες φορές ψυχρή, σχεδόν εχθρική.
Ο δημόσιος διάλογος, από την άλλη, μοιάζει με πεδίο μάχης. Στην πολιτική, στα μέσα ενημέρωσης, ακόμη και στα κοινωνικά δίκτυα, η συζήτηση δεν γίνεται για να ακουστούν επιχειρήματα, αλλά για να συντριβεί ο «αντίπαλος». Λέξεις και φράσεις που διαλύουν κάθε πιθανότητα ενότητας και πολώνουν το ήδη πολεμικό κλίμα.
Οι πολίτες παρακολουθούν έναν καταιγισμό από ειρωνείες, χαρακτηρισμούς και φανατισμό, και αργά ή γρήγορα, μιμούνται το παράδειγμα. Έτσι, η αγένεια τείνει να γίνει η πιο ρεαλιστική μορφή της καθημερινότητας, εφόσον συναντάται παντού. Από τις ουρές στις δημόσιες υπηρεσίες, μέχρι στην εργασία.
Κι όμως, η ευγένεια, αν την πάρουμε στα σοβαρά, δεν δηλώνει αδυναμία. Είναι πολιτική πράξη. Είναι ο σπόρος μιας άλλης κουλτούρας, που μπορεί να αλλάξει τη ζωή μας σε όλα τα επίπεδα. Αρκεί να τολμήσουμε να τη δούμε όχι ως «ευχάριστο περιτύλιγμα», αλλά ως δύναμη.
Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Σημαίνει ότι καμία δημόσια υπηρεσία δεν μπορεί να θεωρείται «καλή», αν δεν σέβεται πρώτα τον πολίτη. Όσο κι αν μιλάμε για ψηφιακές πλατφόρμες και εξορθολογισμό, το επίκεντρο οφείλει να είναι πάντα ο άνθρωπος. Λιγότερη ταλαιπωρία, λιγότερα εμπόδια, υπάλληλοι που απαντούν με ευγένεια και διάθεση εξυπηρέτησης. Η εκπαίδευση στην επικοινωνία με τον πολίτη δεν μπορεί να αποτελεί μια ακαθόριστη έννοια, αλλά βασικό κριτήριο αξιολόγησης.
Σημαίνει ακόμη ότι δεν μπορεί να θεωρείται διάλογος μια τηλεοπτική «μονομαχία» γεμάτη διακοπές και προσβολές. Η Βουλή, τα τηλεοπτικά πάνελ, τα κοινωνικά δίκτυα χρειάζονται κανόνες, που να προστατεύουν τον λόγο από τη χυδαιότητα.
Και η κοινωνία οφείλει να σταματήσει να χειροκροτεί την τοξικότητα, να γυρίζει την πλάτη στην ειρωνεία και να απαιτεί καθαρότητα επιχειρημάτων. Όσο το παράδειγμα που δίνουν οι ταγοί είναι αυτό, τόσο θα συνεχίζει να καλλιεργείται η «κουλτούρα του δηλητηρίου».
Στην καθημερινότητα, η ευγένεια δεν μπορεί να αποτελεί τυπικότητα. Είναι η απλή πράξη να δίνει κάποιος προτεραιότητα, να απαντά χωρίς ειρωνεία, να λέει «ευχαριστώ» και να το εννοεί. Αν το υιοθετήσουμε ως στάση ζωής και όχι ως υποχρέωση, τότε το κλίμα μπορεί να αλλάξει. Η γλώσσα, που χρησιμοποιούμε μεταξύ μας, είναι το πρώτο πεδίο, όπου καλλιεργείται ή δηλητηριάζεται η κοινωνία.
Τέλος, στα σχολεία. Η κουλτούρα της ευγένειας δεν χτίζεται με θεωρητικά μαθήματα αλλά με παραδείγματα. Από το πώς μιλάει ο δάσκαλος στον μαθητή και πώς συζητούν οι μαθητές μεταξύ τους. Αν δεν καλλιεργήσουμε τον σεβασμό στη διαφορά από τα θρανία, μην περιμένουμε να τον δούμε στις πλατείες ή στο κοινοβούλιο.
Η ευγένεια έχει κόστος, αλλά δεν είναι χαμένος κόπος. Είναι η πιο απλή μορφή πολιτισμού, η πιο ουσιαστική μορφή πολιτικής πράξης. Μπορεί να μη φέρνει άμεσα χειροκροτήματα ούτε να κερδίζει εκλογές, εντούτοις όμως αν καλλιεργηθεί, μπορεί να μεταμορφώσει την κοινωνία πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε νόμο.
Γιατί δεν πρόκειται για «καλούς τρόπους», αλλά για σεβασμό, για αξιοπρέπεια, για έναν άλλο τρόπο να υπάρχουμε μαζί.
Όπου λείπει η ευγένεια, η κοινωνία γίνεται μηχανή χωρίς ψυχή. Όπου ανθίζει, ο άνθρωπος βρίσκει χώρο να αναπνεύσει. Και μαζί του μπορεί να αναπτυχθεί κι ένας άλλος πολιτισμός.