Οι πρώτες μέρες στη Ρόδο όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος με την Ιταλία

Οι πρώτες μέρες στη Ρόδο όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος με την Ιταλία

Οι πρώτες μέρες στη Ρόδο όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος με την Ιταλία

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 3831 ΦΟΡΕΣ

Ο Γιώργος Βρούχος περιγράφει συγκλονιστικά περιστατικά

31 Οκτωβρίου 1940. Με την κήρυξη του πολέμου στην ιταλοκρατούμενη Ρόδο επικράτησε μία ανησυχία κι ένας φόβος. Όμως το ελληνικό στοιχείο πίστευε ενδόμυχα ότι «θα ξημέρωνε σύντομα η λευτεριά». Αντίθετα το ιταλικό και το φραγκολεβαντίκο πανηγύριζε, αλλά όταν ήρθαν τα νέα από το αλβανικό μέτωπο με τις νίκες των Ελλήνων στρατιωτών, έπεσε παγωμάρα.


Την κατάσταση εκείνων των ημερών περιγράφει γλαφυρά στις (αδημοσίευτες) «Αναμνήσεις» του ο Γιώργος Βρούχος όπως τις έζησε και παράλληλα αναφέρεται σε διάφορα περιστατικά με πρωταγωνιστές Ροδίτες πατριώτες.

Να τι γράφει σχετικά:


«Όταν η Ιταλία επιτέθηκε στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1940, ένα τείχος επιφυλακτικότητας, καχυποψίας και εχθρότητας ορθώθηκε μεταξύ μας. Ξύπνησε μέσα τους ο εθνικισμός. Τις πρώτες ημέρες, που τμήματα του ιταλικού στρατού εισχώρησαν στο ελληνικό έδαφος, οι Ιταλοί γενικά και οι πιο κοντά σ’εμάς Σμυρνιοί, πανηγύριζαν. Τα παιδιά τραγουδούσαν κάτι δίστιχα που εξέφραζαν τις αλαζονικές και εξωπραγματικές φιλοδοξίες της φασιστικής Ιταλίας να γίνει παγκόσμια δύναμη, π.χ. Se non ci basta questa terra prenderemo l’Inghilterra = Αν δεν μας αρκεί αυτή η χώρα

θα κατακτήσουμε την Αγγλία, Se non ci basta il carbone prenderemo il Giappone = αν δεν μας φτάνει το κάρβουνο θα πάρουμε την Ιαπωνία, κι εκείνες τις μέρες επαναλάμβαναν δύο δίστιχα που αφορούσαν την Ελλάδα. Se non ci basta questa breccia prenderemo anche la Grecia = Αν δεν μας φτάνει αυτή η τρύπα, θα πάρουμε και την Ελλάδα ή Se le cose vanno bene prenderemo anche Atene = Αν τα πράματα πάνε καλά θα πάρουμε και την Αθήνα.


Στο καφενείο του Νικόλα του Χαλκίτη, στον δρόμο των εκκλησιών Σάντα Μαρία και των Εισοδίων, σημερινή Καθοπούλη, ένας Σμυρνιός, ο Πόλης, διαλαλούσε θριαμβευτικά ότι τα ιταλικά στρατεύματα είχαν φτάσει στην Καλαμάτα. Είχε ακούσει ν’ αναφέρεται ο ποταμός Καλαμάς και με τις ελλιπέστατες γεωγραφικές γνώσεις του, νόμισε ότι επρόκειτο για την Καλαμάτα!

Ο θείος μου ο Γιάγκος, παπουτσής, διάπυρος εραστής της «μαστίχας», όπως λέγαμε τότε το ούζο, ήταν τακτικός θαμώνας όλων των καφενέδων του Νιοχωριού από τους οποίους περνούσε ανελλιπώς κάθε βράδυ διαδοχικά, μετά το κλείσιμο του μαγαζιού του πριν πάει στο σπίτι του. Δεν καθόταν σ’ένα καφενέ να πιει δύο-τρία ποτηράκια. Όχι. Όρθιος στον πάγκο, έπινε ένα ποτηράκι στο κάθε καφενείο, και πήγαινε σ’ άλλο. Τον λόγο αυτής της τακτικής τον έμαθα χρόνια αργότερα. Η θεία μου Μαρίκα, η γυναίκα του, του έκαμνε παρατηρήσεις που έπινε, γιατί οι γιατροί του είχαν απαγορεύσει το ποτό.

Εκείνος όμως πέτυχε, με τα παρακάλια του, να του επιτρέψουν να πίνει μόνο ένα ποτηράκι την ημέρα. Γι’αυτό λοιπόν έπινε μία μαστίχα στο κάθε καφενείο, ώστε αν η θεία Μαρίκα ρωτούσε κανένα καφετζή, αυτός θα της έλεγε ότι ο θείος είχε πιει μόνο μία μαστίχα.Την ώρα λοιπόν που ο Πόλης ο Σμυρνιός διαλαλούσε στο καφενείο του Νικόλα, που σήμερα είναι μεζεδοπωλείο με την επωνυμία «ΧΑΛΚΗ», την προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων, ο θείος μου έτυχε νά’ ναι εκεί.

Ακούοντας τις κακεντρεχείς ανοησίες του Σμυρνιού, δεν κρατήθηκε: «Βρε αγράμματε, ξέρεις βρε πού πέφτει η Καλαμάτα; Χίλια χιλιόμετρα απουκεί που εφτάξετε. Μέχρι τον Καλαμά επήετε, δηλαδή πουδώ ως την Λουβιαρίτσα1, κι’αυτό γιατί εν επεριμέναμε τέτοια παμπεσσιά. Τώρα όμως θα δείτε τι α σας κάμουν οι τσολιάδες». Από τον μεγάλο πατριωτισμό μας, είχαμε μυθοποιήσει τον τσολιά που ήταν το εθνικό σύμβολο, η προσωποποίηση της ελληνικής παλληκαριάς, ο ακατάβλητος πολεμιστής.

Ένα βράδυ η μητέρα μου είχε μαγειρέψει τραχανά, που μύριζε με τα τσιγαρισμένα σε μίλλα2 κομματάκια ψωμιού, ένα φαγητό για το οποίο τώρα τρελαίνομαι, όμως εκείνο το βράδυ, ήμουν δέκα χρονών, δεν ήθελα να τον φάω παρά τις προτροπές της καημένης της μητέρας μου. Τότε, ο πατέρας μου, χρησιμοποίησε ένα πολύ πειστικό επιχείρημα: «Φάτον παιδί μου ζεστόν, ζεστόν να δυναμώσεις. Τραχανά τρών οι τσολιάδες μας στην Αλβανία και παίρνουν δύναμη για να κυνηγούν τους Ιταλούς». Το επιχείρημα του πατέρα μου ήταν καταλυτικό. Άδειασα αμέσως το πιάτο. Το διηγούμαι ως χαρακτηριστικό δείγμα του φλογερού πατριωτισμού που διέπνεε τους πατέρες μας και πώς μας τον εμφυσούσαν με κάθε τρόπο.


Το επεισόδιο με τον θείο μου στο καφενείο θα μπορούσε να είχε οδυνηρές συνέπειες. Η ιταλική Αστυνομία αυτές τις κουβέντες τις χαρακτήριζε ανατρεπτικές (sovversive), διάδοση ψευδών ειδήσεων ή πολιτική ηττοπάθεια (disfattismo politico), και σ’έστελλε στο δικαστήριο ή κατευθείαν, χωρίς δίκη, στην εξορία. Ευτυχώς ο Σμυρνιός δεν το ανέφερε στην Αστυνομία.


Σ’ ένα άλλο καφενείο όμως, στη σημερινή Ακτή Μιαούλη που τότε λεγόταν Lungomare Mario Lago, έπινε τη μαστίχα του, (περίεργη η παρουσία του εκεί γιατί είχε δικό του καφενείο στη σημερινή οδό Δηλμπεράκη, κοντά στην Αμαράντειο), ο Μιχάλης Μηλιαράκης, γνωστός στο Νιοχώρι ως Κοκόλης, ‘Ελληνας υπήκοος (εμείς ήμασταν Ιταλοί υπήκοοι), πολεμιστής των Βαλκανικών Πολέμων, ο οποίος την 25η Μαρτίου κάθε χρόνου, ερχόταν στην Εκκλησία για την καθιερωμένη δοξολογία παρουσία του ‘Ελληνα προξένου, με ένα παράσημο κρεμασμένο στο πέτο του σακακιού του.

Σ’ένα άλλο τραπέζι κάθονταν τρεις Ιταλοσμυρνιοί μαζί μ’ένα Ιταλοαλβανό και σ’ένα άλλο τέσσερις Ιταλοί σμηνίτες με μία κιθάρα και μια τρομπέττα. Όταν σηκώθηκαν, αυτός που είχε την τρομπέτα σάλπισε, χωρίς λόγο, πιθανότατα διατελώντας σε κατάσταση ευθυμίας, «προσοχή». ‘Ολοι οι θαμώνες σηκώθηκαν σε στάση προσοχής.

Ο καημένος ο Κοκόλης, προφανώς υπό την επήρεια της μαστίχας, πράγμα που συνέβαινε συχνά, μονολογώντας κάπως μεγαλόφωνα, είπε, σύμφωνα με τη δικογραφία, που μου χάρισε πενήντα χρόνια αργότερα ο Γεράσιμος Ζησιμάτος, ακαταπόνητος μανιώδης συλλέκτης: «Πούστηδες3 έννοια σας και θα σας κανονίσει όμορφα ο Μεταξάς. Ζήτω ο Μεταξάς». Ο Ιταλοαλβανός κατήγγειλε το γεγονός και οι Σμυρνιοί κλήθηκαν ως μάρτυρες. Ο δυστυχής Κοκόλης, πατέρας τεσσάρων ανήλικων παιδιών, καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο μηνών κι έχασε την άδεια λειτουργίας του καφενείου του.
Αργότερα, με την αντεπίθεση και τις νίκες του Ελληνικού Στρατού και την ταπείνωση του Ιταλικού, διαδόθηκε και στη Ρόδο, από συμπολίτες μας που είχαν αποκτήσει τη μεγάλη ιταλική υπηκοότητα αλλά δεν είχαν παύσει βέβαια να είναι Έλληνες, των οποίων τα ραδιόφωνα δεν είχαν σφραγιστεί, η επιτυχημένη παρωδία του πολύ δημοφιλούς τότε ιταλικού τραγουδιού Reginella campagnola. «Με το χαμόγελο στα χείλη παν οι φαντάροι μας μπροστά - γενήκαν οι Ιταλοί ρεζίλι γιατί η καρδιά τους δε βαστά- Κορόιδο Μουσσολίνι- κανείς σας δεν θα μείνει - εσύ και η Ιταλία η πατρίδα σου η γελοία τρέμετε όλοι το χακί – Στα Τίρανα θα μπούμε και θα λογαριαστούμε - ακόμη και στη Ρώμη γαλανόλευκη θα υψώσουμε σημαία ελληνική».


Το Ufficio Informazioni (=Γραφείο Πληροφοριών, Ασφάλειας) πληροφορήθηκε την παρωδία αυτή και απαγόρευσε να τραγουδιέται και στη γνήσια ιταλική μορφή, να παίζεται ο δίσκος, ακόμη και το σφύριγμα του σκοπού! Οι νίκες του Στρατού μας και η πτώση της Κορυτσάς, του Αργυρόκαστρου, των Αγίων Σαράντα ήταν φυσικό να σκορπίσουν τον ενθουσιασμό στους Ροδίτες οι οποίοι, παρ’ όλη την προσπάθεια που κατέβαλλαν, δεν μπορούσαν να κρύψουν τη χαρά τους.

Οι Σμυρνιοί γείτονές μας το καταλάβαιναν και φυσικά αισθάνονταν μίσος για τσι Ρωμιοί. Κρύωσαν οι σχέσεις μας, αραίωσαν οι επαφές μας, βασίλευε η καχυποψία ανάμεσά μας. Ένα Σμυρνάκι μάλιστα, μικρό παιδί, ο Πιέρο, που παίζαμε μαζί, μας κατήγγειλε στην Αστυνομία ότι ακούαμε από το ραδίοφωνο τις εκπομπές της Αθήνας και του Λονδίνου.


Τα ραδιόφωνα τότε ήταν σφραγισμένα με βουλοκέρι και δεν ήταν δυνατό να στρίψεις το κουμπί που αλλάζει τους σταθμούς. Ο Μιχάλης μας όμως που ήταν ραδιοτεχνίτης, είχε τον τρόπο να πιάνει και Αθήνα και Λονδίνο. Ήρθαν οι Καραμπινιέροι, επιθεώρησαν το ραδιόφωνο, βρήκαν γερά τα σφραγίσματα και έφυγαν ζητώντας συγγνώμη για την ενόχληση.


Παρά την ψυχρότητα στις σχέσεις μας, όταν έρχονταν τα αγγλικά βομβαρδιστικά και όλοι τρέχαμε έντρομοι στα καταφύγια, οι επιφυλάξεις πήγαιναν κατά μέρος και τη θέση τους έπαιρναν οι κοινές δεήσεις, στην ελληνική βέβαια, προς τον Χριστό, την Παναγία και τους Αγίους, γιατί οι αγγλικές βόμβες δεν έκαμναν διάκριση Ιταλών και Ρωμιών.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1) Το εκκλησάκι υης Φανερωμένης στην Ιξιά. Παλαιότερα φιλοξενούσε λεπρούς, «λουβιάριδες».
2) Χοιρινό λίπος ανακατεμένο με γάλα
3) Η απόφαση γράφει pederassti, παιδεραστές, αλλά θεωρώ απίθανο να χρησιμοποίησε ο Κοκόλης αυτή την λογία λέξη

Διαβάστε ακόμη

Ευαγγελία Παναή "Μηνάς Μάρκου Μαλλιαράκης: Ένας Αιγυπτιώτης δικηγόρος από την Κάσο, στη Βιλλανόβα Ρόδου του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα"

Αντίλαλος

105 χρόνια από τη θυσία των Προσκόπων στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας

Σελίδες Ιστορίας: Ποιες και ποιοι εργάστηκαν στην Καπνοβιομηχανία ΤΕΜΙ επί Βρετανικής Στρατιωτικής Διοικήσεως Δωδεκανήσου

Η Παλιά και η Νέα Αγορά της Ρόδου (Γ' Μέρος)

Η Παλιά και η Νέα Αγορά της Ρόδου (β' μέρος)

Η Παλιά και η Νέα Αγορά της Ρόδου

Η Ρόδος, ο Γρίβας και ο απελευθερωτικός αγώνας της Κύπρου